Η Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή: πώς φτάσαμε σε αυτή και οι στόχοι για το μέλλον του πλανήτη

Leave a Comment


Ήταν αρχές του 2011 (4 Φεβρουαρίου) όταν ο, τότε, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jose Manuel Barroso παρουσίαζε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τις προτεραιότητες της Ευρώπης όσον αφορά στην ενεργειακή πολιτική και τις δεσμεύσεις για την εξασφάλιση βιώσιμης, ανταγωνιστικής και ασφαλούς ενέργειας στην Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, οι δεσμεύσεις αφορούσαν τις προσπάθειες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς έως το 2014, την εξάλειψη των ενεργειακών νησίδων έως το 2015, την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και τον καλύτερο συντονισμό στην εξωτερική ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). 

Φυσικά, το εν λόγω Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει μείνει γνωστό στο ευρύ κοινό για το στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης «20-20-20 έως το 2020».Ο συγκεκριμένος στόχος, πιο αναλυτικά, αφορά τη μείωση σε ποσοστό 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την αύξηση σε ποσοστό 20% του μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και την μείωση σε ποσοστό 20% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2020. Παράλληλα, η συνεχώς αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με υπολογισμούς, θα άγγιζε το 94% σε πετρέλαιο και το 83% σε φυσικό αέριο έως το 2030, τόσο από παραδοσιακούς στρατηγικούς προμηθευτές της όπως η Νορβηγία, η Ρωσία, η Αλγερία, η Νιγηρία και το Κατάρ αλλά και από αναδυόμενους στρατηγικούς προμηθευτές όπως το Ιράκ και οι περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Κασπίας. Ως εκ τούτου υπήρξε δέσμευση των κρατών για μείωση του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά με την ενθάρρυνση εισόδου νεοεισερχομένων και ανεξάρτητων προμηθευτών αλλά και με την ενεργειακή διασύνδεση μεταξύ των χωρών μέσω της χάραξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής για διαδρόμους προτεραιότητας αλλά και την χρηματοδότηση σε διασυνοριακά έργα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, καθώς μόνο το 3% της ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ περνάει τα σύνορά της και πολλές περιοχές είναι ακόμα αποσυνδεδεμένες από την υπόλοιπη ΕΕ.

Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το ενδιαφέρον των κρατών για την κλιματική αλλαγή δε εμφανίστηκε ξαφνικά το 2011 ούτε πριν λίγες μέρες στη διάσκεψη του Παρισιού, αλλά προϋπήρχε και πρόδρομος όλων των τωρινών συζητήσεων είναι η, κοινώς γνωστή, «Συμφωνία της Κοπεγχάγης». Το Δεκέμβριο, λοιπόν, του 2009 έλαβε χώρα στην Κοπεγχάγη η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Kλιματική Aλλαγή (COP15) , χωρίς ωστόσο να υπάρξει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, η σύναψη, δηλαδή, μιας παγκόσμιας, αποτελεσματικής, φιλόδοξης και νομικά δεσμευτικής συμφωνίας. Ως κύριο αποτέλεσμα της Διάσκεψης ήταν μια πολιτική συμφωνία, γνωστή ως Συμφωνία της Κοπεγχάγης (Copenhagen Accord). Στην εν λόγω Συμφωνία αναγνωρίστηκε ο στόχος διατήρησης της μέσης μέγιστης παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου και η ανάγκη επανεξέτασης μετά το 2015 για πιθανή επιδίωξη της διατήρησης της μέγιστης μέσης παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμούς Κελσίου σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές γνώσεις. Επιπλέον, αναγνωρίστηκε η ανάγκη ενισχυμένης δράσης για την προσαρμογή και ανάπτυξη της προσαρμοστικότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, τα νησιώτικά συμπλέγματα και την Αφρική, κυρίως μέσω της υποχρέωσης των αναπτυγμένων χωρών για χρηματοδότηση της εν λόγω προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος ταχείας χρηματοδότησης ύψους 30 δις. δολλάρια ΗΠΑ) για το χρονικό διάστημα από το 2010 έως το 2012 αλλά και μιας μακροπρόθεσμης οικονομικής βοήθειας της τάξης των 100 δις. δολλαρίων ΗΠΑ ετησίως έως το 2020. Αναμφίβολα, η Συμφωνία της Κοπεγχάγης αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα  στο οποίο συμμετείχαν τα περισσότερα μέρη και παρείχε δεσμεύσεις για να μετατραπεί αυτή η πολιτική συμφωνία μελλοντικά σε μια παγκόσμια νομικά δεσμευτική συμφωνία στην επόμενη Διάσκεψη των Ην. Εθνών, που έλαβε χώρα στο Μεξικό, πράγμα που αποτέλεσε και επιδίωξη της ΕΕ παράλληλα με τη μείωση των παγκοσμίων εκπομπών σε ποσοστό 50% έως το 2050.


Καθώς, όμως, η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη αποτελεί ένα από τα πιο πολύπλοκα οικονομικοπολιτικά και διπλωματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη και παρά την απογοητευτική, και χαοτική θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει, Διάσκεψη της Κοπεγχάγης, τις προηγούμενες μέρες έλαβε χώρα στο Παρίσι η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP21), στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι 195 κρατών. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε χτυπώντας το ξύλινο σφυρί του στο βήμα του συνεδριακού κέντρου του Μπουρζέ , νότια του Παρισιού, ο Laurent Fabius, Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας και πρόεδρος της 21ης Διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα (COP21), «Η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα υιοθετήθηκε». Μια συμφωνία που δεν έχει προηγούμενο για την καταπολέμηση της ανόδου της θερμοκρασίας, η έκταση της οποίας απειλεί τον πλανήτη με κλιματικές καταστροφές, η οποία έρχεται εν μέσω επευφημιών και  σε ατμόσφαιρα ευφορίας μετά από έξι χρόνια από την αποτυχία της διάσκεψης της Κοπεγχάγης να επισφραγίσει μια παρόμοια συμφωνία και μετά από χρόνια εξαιρετικά επίπονων διαπραγματεύσεων. Με τη συμφωνία επικυρώνεται ο πολύ φιλόδοξος στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου, προκειμένου να περιορισθεί η κλιματική απορρύθμιση, που εμφανίζεται με τον πολλαπλασιασμό των κυμάτων καύσωνα, των ξηρασιών και των πλημμυρών αλλά και με την επιτάχυνση της τήξης των παγετώνων, ενώ παράλληλα ήταν ισχυρή απαίτηση των χωρών του Νότου να αναθεωρηθεί προς τα πάνω η χρηματοδότηση που δίνεται προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ως αρωγή για το κλίμα.

Ωστόσο, ο πανηγυρισμός για την έκβαση της διάσκεψης και την υιοθέτηση της συμφωνίας επισκιάστηκε από δύο αφυπνιστικές επιστημονικές αλήθειες που μπορούν να αποδυναμώσουν την αποτελεσματικότητα ακόμα και των πιο φιλόδοξων σχεδίων σχετικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Πιο αναλυτικά, η πρώτη αλήθεια είναι ότι οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, του αερίου του θερμοκηπίου, που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία, συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα και παραμένουν εκεί για αιώνες μέχρι να απορροφηθούν με αργούς ρυθμούς από τα φυτά και τους ωκεανούς και ως εκ τούτου το μόνο που μπορούν να καταφέρουν οι μετριοπαθείς μειώσεις των εκπομπών είναι η καθυστέρηση αύξησης συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και όχι η αποτροπή συγκέντρωση. Επομένως, μέσα στα επόμενα 50 έτη ακόμα κι αν υπήρχε μια μείωση της τάξης του 20% στις παγκόσμιες εκπομπές από τα επίπεδα που θα έφταναν στο επίπεδο της «μη δράσης», ο αναμενόμενος διπλασιασμός της συγκέντρωσης των εκπομπών θα καθυστερούσε περί τα 10 έτη, δηλαδή από το 2065 στο 2075.Οι άνευ όρων, λοιπόν, δεσμεύσεις των κρατών ενόψει της διασκέψεως προσβλέπουν στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 σε ποσοστό 3% κάτω από το 8% που θα αυξανόταν στην περίπτωση του σεναρίου της «μη δράσης».

Περαιτέρω, η δεύτερη επιστημονική αλήθεια, που προκύπτει από την ιδιομορφία των μορίων του διοξειδίου του άνθρακα, αφορά στο ότι η επίδραση που έχει το αέριο στη θέρμανση της ατμόσφαιρας δεν αλλάζει αναλογικά με τη συγκέντρωση, αλλά σε μικρότερο βαθμό, με συνέπεια μικρές μειώσεις να έχουν όλο και μικρότερη επίδραση στο κλίμα όσο αυξάνεται η συγκέντρωσή τους στην ατμόσφαιρα. Η πρακτική σημασία αυτής της, ίσως δυσνόητης, λογαριθμικής εξάρτησης καταδεικνύει πως η εξάλειψη ενός τόνου εκπομπών στα μέσα του 21ου αιώνα θα έχει το μισό ψυκτικό αποτέλεσμα από αυτό που θα είχε η ίδια στα μέσα του 20ου αιώνα.

Οι δύο ανωτέρω αναφερόμενες επιστημονικές αλήθειες σε συνδυασμό με την υφιστάμενη κοινωνική πραγματικότητα συνωμοτούν υπέρ της δυσκολίας της μείωσης των εκπομπών, καθώς η ενεργειακή ζήτηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση του εισοδήματος και του επιπέδου διαβίωσης και αναμένεται να αυξηθεί μέχρι τα μέσα του αιώνα, ωθούμενη και από την οικονομική πρόοδο στις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και από την αύξηση του πληθυσμού σε 9,7 εκατομμύρια από 7,3 εκατομμύρια που είναι σήμερα. Καθίσταται, επομένως, καταφανές ότι η ανθρώπινη επίδραση στο κλίμα για αρκετές δεκαετίες δε μπορεί να μειωθεί και ως εκ τούτου χρειάζεται μια προσαρμογή στις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής αλλά και αναζήτηση και επιλογή διαφορετικών μορφών ενέργειας, όπως η αιολική, η υδροηλεκτρική, η βιομάζα κλπ που παρά το υψηλό κόστος τους, θα συμβάλλουν αποφασιστικά στην όσο το δυνατόν μικρότερη ανθρώπινη επίδραση στο κλίμα και όχι πεισματική εμμονή στη χρήση ορυκτών καυσίμων, όπως σήμερα.

Αναμενόμενο είναι πολλοί να πουν ότι η στροφή των οικονομιών των κρατών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μειώνοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων είναι οικονομικά ασύμφορη, ειδικά σε περίοδο κρίσης όπως η παρούσα. Την καλύτερη απάντηση στον ανωτέρω προβληματισμό δίνει το παράδειγμα της Ουρουγουάης, των μόλις 3,4 εκατομμυρίων κατοίκων. Η Ουρουγουάη, λοιπόν, σε λιγότερο από 10 χρόνια έχει μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου χωρίς κρατική επιχορήγηση ή επιβάρυνση των καταναλωτικών τιμολογίων ενέργειας. Επιπλέον, οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας καλύπτονται σήμερα σε ποσοστό 94,5% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μεταξύ των οποίων, υδροηλεκτρική ενέργεια, ενέργεια από βιομάζα και αιολική ενέργεια. Ο συνδυασμός των ανωτέρω πηγών ενέργειας έχει συμβάλλει στη μείωση των διακοπών ρεύματος κατά τις περιόδους ξηρασίας κερδίζοντας κατά αυτό τον τρόπο τον τίτλο του «Ηγέτη της Πράσινης Ενέργειας» από την Παγκόσμια Τράπεζα και την οικονομική επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.

Αναμφίβολα και ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα νόμισμα με δύο όψεις, πράγμα που σημαίνει ότι η επιλογή μιας πρακτικής σίγουρα έχει πλεονεκτήματα αλλά μπορεί να έχει και μειονεκτήματα και δεν πρέπει να προκρίνεται αβίαστα έναντι μιας άλλης. Αντ’ αυτού χρειάζεται η κατάλληλη επιλογή  πρακτικής, ώστε με βάση το κείμενο της συμφωνίας που θέτει το μακροπρόθεσμο στόχο για τις εκπομπές αερίου, που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, πηγή της χωρίς προηγούμενο απορρύθμισης του κλίματος να γίνει ένα βήμα μπροστά, ζωτικής σημασίας για τα κράτη, για την αποφυγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ας μην ξεχνάμε ότι η λύση κάθε προβλήματος αφετηριάζεται από την παραδοχή και την αποδοχή του ίδιου του προβλήματος και αυτό το βήμα έγινε με τη διάσκεψη του Παρισιού. Το επόμενο βήμα, αυτό της θέσης σε εφαρμογή της συμφωνίας και τα αποτελέσματα της αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον.


Πετρούλα Μανδηλαρά
Δικηγόρος Αθηνών

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *