Τα πάθη του ασκούμενου

Leave a Comment


Ανέκαθεν το χρονικό διάστημα της «άσκησης» θεωρούνταν από όλους τους νομικούς που το βίωσαν το πιο άχαρο κομμάτι της δικηγορίας. Όλοι έκαναν υπομονή μέχρι το πέρας και οι εμπειρίες που αποκόμισαν δεν ήταν μέσα στην προσδοκία που είχαν για την πρώτη επαφή με την νομική επιστήμη στην καθημερινότητά της. Ας δούμε όμως σήμερα τον υποχρεωτικό αυτό θεσμό και τις καθημερινές εκρήξεις απαράμιλλης χαράς και γνώσης (#not) που μας προσφέρει. Για όσους από σας δεν έχετε ξεκινήσει ακόμα, χωρίς να θέλω να σας φοβίσω, κουράγιο, κάθε αρχή και δύσκολη, κάποια στιγμή θα έπρεπε να γίνει και κάποια στιγμή θα τελειώσει και για όσους βρίσκεστε μέσα στο μάτι του κυκλώνα, παρηγορηθείτε με τη σκέψη ότι είμαστε πολλοί και κουβαλάμε όλοι τους ίδιους  καφελαδί φακέλους στην Ευελπίδων. Ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένη:

1. Το ωράριο: η Νο1 μπανανόφλουδα που πατάμε μπαίνοντας για πρώτη φορά με τα καινούργια μας αστραφτερά δικηγορικά ρούχα στο γραφείο του ασκούμενου. Για την συντριπτική θλιβερή πλειοψηφία από την πρώτη κιόλας μέρα γίνεται σαφές ότι το ωράριο θα είναι το λιγότερο 8-10 ώρες, ήτοι ξυπνάς 7, φεύγεις από το σπίτι σου στις 8, είσαι μέσα στο γραφείο (το οποίο μην χαρείς και πολύ δεν θα το βλέπεις συχνά) κατά τις 9 και φεύγεις είτε 4 (για τους ευνοημένους), είτε 5-6 (για τους ντεμί), είτε 7 (για τους κανονικά εργαζόμενους). Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το ωράριο που σου λένε δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πραγματικά θα κάνεις. Τελευταία στιγμή θα προκύπτει κάτι, θα πρέπει να μεταφέρεις κάτι, να γράψεις κάτι, και σε κάθε περίπτωση anyway κάτι θα σου φορτώσουν και αποχαιρέτα τον καφέ με φίλους που χάνεις. Μην τα βλέπουμε και όλα μαύρα. Αυτό δεν θα γίνεται και κάθε μέρα. Μόνο 4/5 εργάσιμες μέρες της εβδομάδας. Και αν τυχόν κάνεις κάνα αστείο και φύγεις την ώρα που σου είπαν ότι δικαιούσαι, σε κοιτάνε σαν να τους σκότωσες τη μάνα, αρχίζουν τα «τς,τς,τς τι τεμπέλης/τεμπέλα» και το μεγάλο αφεντικό (θα τον γνωρίσουμε παρακάτω) θα σου πει σε ανύποπτο χρόνο «Άκου να σου πω παιδί μου, εδώ ασκούμε λειτούργημα, δεν είμαστε δημόσια υπηρεσία». Και θα περνάει κάποιος τυχεράκιας φίλος/ συμφοιτητής που έχει σχολάσει κάτω από το γραφείο στις 7 και θα σου στέλνει στο messenger «Έλα ρε, είσαι δουλειά; Άντε κατέβα να αράξουμε κέντρο για καμιά μπύρα» και ένα δάκρυ θα κυλάει στο μαγουλάκι σου μικρό, τρυφερό μου ασκουμενάκι.

2. Το αντικείμενο: Ναι, όλοι μας φανταζόμασταν τη στιγμή που θα παίρναμε στα χέρια μας την πολυπόθητη «δικογραφία» και με την νομική μας μυαλάρα θα σώζαμε την κατάσταση βρίσκοντας τον υπέρ-απίστευτο νομικό ισχυρισμό και την τέλεια νομολογία και όλο το δικαστήριο θα λέει «πολύ έξυπνο αυτό, θα το σκέφτηκε το αφεντικό». Και ξυπνάμε απότομα στην Αθήνα του 2016. Το πρώτο που θα κάνεις θα είναι να ζαλώνεσαι σαν το γαϊδούρι με αυτούς τους απαίσιους χαρτονένιους φακέλους (που δεν κλείνουν καλά με αποτέλεσμα να τους κρατάς σαν το αγέννητο παιδί σου μην τυχόν και ανοίξουν και χυθούν όλα τα έγγραφα) και να ανεβοκατεβαίνεις σκάλες του μετρό και των δικαστηρίων, να ψάχνεις που καταθέτεις για τακτική διαδικασία, που για ειδικές, τι στα κομμάτια είναι προσδιορισμός και που τον κάνεις, ποιος θα σου βάλει την καταραμένη την στρογγυλή σφραγίδα η οποία εν τέλει είναι πεταμένη σε ένα πανάρχαιο τραπέζι και την βάζεις μόνος/ μόνη σου, που να βρεις μέγαρο(=συντομογραφία για το μεγαρόσημο) και αφού  το βρεις αν πρέπει να πάρεις των 2€ ή 3€ κτλ. Έτσι θα περάσουν οι πρώτοι μήνες και αν είσαι τυχερός/τυχερή θα σου δώσουν να γράψεις και κάτι, έτσι επειδή είσαι εσύ. Θα βάλεις τα δυνατά σου να βγει καλό, θα πάρεις τηλέφωνα ή θα στείλεις μηνύματα σε φίλους σου που ξέρουν να σου στείλουν κάνα υπόδειγμα. Μπορεί και να ρίξουν μια ματιά πριν το καταθέσεις, μπορεί λέω δεν παίρνω και όρκο. Αν είναι καλό δεν πρόκειται να το μάθεις ποτέ. Αν είναι χάλια και η υπόθεση χαθεί, ακόμα και αν ήταν χαμένη από χέρι, σου έρχεται ξεφτίλισμα όλο δικό σου και αν το αφεντικό είναι κομματάκι ψυχεδελικός μπορεί να κάνεις και bye-bye. Από ένα σημείο και μετά θα γράφεις πιο συχνά γιατί πρέπει να επιτελείς και κάποιο έργο, τι τσάμπα σε πληρώνουν 200 ολόκληρα ευρώ το μήνα; Και αν κάνεις και καλό κουμάντο βάζεις και στην άκρη, σου λέει τώρα ο άλλος

3. Το μπικικίνι: Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς συνεργάτες. Γι’ αυτό θα είναι ξεκάθαροι μαζί σου από την αρχή. 300€ και καθαρίζεις και τζάμια φεύγοντας. Και αυτό αν σ’αρέσει. Αν όχι πήγαινε αλλού ή κάτσε χωρίς να κάνεις άσκηση, να μην μπορείς να γραφτείς και στο σύλλογο. YOLO. Καλά για αυτούς που πληρώνονται με 500 ή 600€ δεν το συζητώ. Πρέπει να γράφουν αγωγή, να στέλνουν υπόμνημα και να επικοινωνούν και με τον πελάτη πάνω σε πολύχρωμη μπάλα τσίρκου τραγουδώντας την τσιγκολελέτα. Δεν φτάνει που σου έκαναν και τη χάρη και σε πήραν στη δούλεψη τους να μάθεις τη δουλειά, θες και λεφτά; Γιατί, επειδή πληρώνεις 10 €/μέρα σε εισιτήρια τραμ, μετρό, λεωφορείου, κάνα σάντουιτς (δεν θα ψωμολυσάξουμε κιόλας) και ταξί για να πηγαίνεις στα δικαστήρια να παίρνεις έγγραφα και να αφήνεις άλλα; Μήπως είσαι λίγο αχάριστος; Think about it.

4. Τα πέρα-δώθε: Σαν συμπλήρωση των από πάνω αξίζει ένας μικρός λόγος και για την μετακίνησή σου. Το αττικό μετρό θα γίνει το 2ο σπίτι σου. Θα μπαίνεις μέσα πρωί-πρωί καλοντυμένος/η και μυρωδάτος/η για τα δικαστήρια και θα κολλάει πάνω σου κάθε βρώμικος, λιγδωμένος μεσήλικας ή υπερήλικας που μυρίζει χειρότερα από το στόμα  εκείνης της θείας σου από το χωριό. Θα σε κοιτάει και παρεξηγησιάρικα γιατί του πιάνεις τον χώρο με αυτά που κουβαλάς και έχεις και τουπέ και σε κανένα απότομο φρενάρισμα στάσης θα πέσει και όλος πάνω σου χωρίς φυσικά να πει συγνώμη, μη σου πω μπορεί και να σε βρίσει. Βγαίνοντας έξω θα θες απεγνωσμένα να τριφτείς παντού με betadine αλλά η γραμματεία κλείνει στη 1 δεν προλαβαίνεις. Στον γυρισμό για το σπίτι θα ακούσεις το ρεμίξ του «μια μικρή βοήθεια παρακαλώ» σε διάφορους ρυθμούς και διαλέκτους και αν είσαι τυχερός σαν και μένα ο εκάστοτε κατατρεγμένος θα έρχεται μπροστά στη  μούρη σου, θα σε καρφώνει με το βλέμμα του τύπου «έχω τη δύναμη να σε υπνωτίσω» και θα επιμένει «εσείς δεν έχετε, ναι σε σας μιλάω μην κάνετε πως δεν ακούτε, μα σας παρακαλώ, χίλια χρόνια να ζήσετε, και κάτι λίγο με βοηθάει». Στο τέλος της ημέρα καταλήγεις σπίτι σου ποδοπατημένος, θεονήστικος με μια ελαφριά ψιλοπανούκλα, μπαίνεις στο μπάνιο και τρίβεσαι μέχρι να βγάλεις την πέτσα σου και πέφτεις στο κρεβάτι με αυτό το ανάμεικτο συναίσθημα λύπης και σιχαμάρας.

5. Ο συγκρατούμενος: Ας πούμε λίγα και για τους άλλους. Ξέρεις ποιους άλλους; Εκείνα τα δύσμοιρα τους συνασκούμενούς σου. Στα μεγάλα γραφεία, τα ωραία, τα κολωνακιώτικα ή στις εταιρίες, συνήθως θα είστε δύο οι Βέγγοι που θα τρέχετε και μακάρι να είστε δύο, να ‘χετε κάποιον να σας καταλαβαίνει, να σας βοηθήσει να ενταχθείτε τον πρώτο καιρό και κάποιον να σας αφήνει μεγαρόσημα όταν τα δικά σας θα χουν τελειώσει. Η πλειοψηφία είναι συνεννοήσιμοι και βοηθητικοί. Υπάρχει βέβαια και ένα μικρό, ταλαίπωρο ποσοστό που έχει να κάνει με συνασκούμενο που δεν ξέρει κατά που πέφτουν τα δικαστήρια, που δεν έχει ιδέα και το χειρότερο είναι πως νομίζει ότι έχει. Και πρέπει να εξηγείς, να ξαναεξηγείς και στο τέλος κάνεις εσύ τη δουλειά για να χεις το κεφάλι σου ήσυχο ή γιατί πολύ απλά δεν έχεις άλλη επιλογή. Και ο φιλαράκος μας σχολάει στην ώρα του ενώ εσύ κάθεσαι παραπάνω για να διορθώσεις τις ατσαλιές που άφησε. 

6. Τα γρανάζια: Βγαίνοντας από το γραφείο συναντάς και αυτή την άχρωμη, άοσμη φυλή των διοικητικών υπαλλήλων. Τις πρώτες σου μέρες που δεν ξέρεις τι είναι που και τα επεξεργάζεσαι όλα σαν νεογέννητο, ο άχρωμος υπάλληλος είναι αυτός που με υποτιμητικό ύφος θα απαντήσει στην ερώτησή σου αφού πρώτα σε δυσκολέψει, δίνοντας σου μια απάντηση που κρύβει μέσα άλλες 10 ερωτήσεις. Και αν ξαναρωτήσεις θα σε κοιτάξει με το βλέμμα «αφού είσαι καθυστερημένο αγόρι/κορίτσι μου τι την θες τη νομική;» ενώ αυτός είναι ο κάθε τελευταίος αποτυχημένος πενηντάρης/αρα που το μόνο που κάνει στη ζωή του είναι να παίρνει χαρτιά από σένα και συναδέλφους σου δικηγόρους, να τα ενώνει με συρραπτικό και να γράφει 2 λέξεις. Αυτό ακριβώς το κόμπλεξ θα στο βγάλει όταν τις πρώτες μέρες θα του δείξεις τον καλό σου εαυτό, θα πας με το χαμόγελο και όλο ευγένεια να ρωτήσεις. Δεν θέλει ευγένεια εκεί. Ύφος θέλει, να τους θυμίζεις τη  επαγγελματική διαφορά σας γιατί , ειλικρινά σου γράφω, αυτοί την ξεχνούν πολύ τακτικά.

7. Whos the boss: Έφτασε η ώρα να γνωρίσουμε τα αφεντικά σου. Συνήθως δεν θα είναι μόνο ένα, ακόμα και αν στην πραγματικότητα ένα κάνει κουμάντο. Θα μπεις και θα γνωρίσεις το μεγάλο αφεντικό, ας τον ονομάσουμε εμείς   κ. Ξ , που είναι ο μεγαλοδικηγόρος. Αυτός θα σε περάσει από συνέντευξη και θα σε πάρει στη γραφειάρα του. Από δω και στο εξής σε ελάχιστη επαφή θα έρχεσαι μαζί του γιατί θα σε καταστήσει ιπποκόμο στους 3-4 δικηγόρους που στελεχώνει στο  βασίλειο-3άρι στην Πατησίων. Συνήθως είναι τύπος κουλτουριάρης, με 5 μεταπτυχιακά και 3 διδακτορικά, μπορεί να είναι  και αναπληρωτής καθηγητής ή επίκουρος ή λέκτορας ή να χει γράψει 3-4 νομικά συγγράμματα ή να είναι μέρος σε μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις. Δύο είναι οι κατηγορίες του μεγάλου αφεντικού: πρώτον, αυτός που είναι «γάτα», που φτιάχτηκε μόνος του και μαγκιά του και ξέρει καλά τη δουλειά. Σε αυτή την περίπτωση όσο περίεργος (ακόμα καλύτερα ταιριάζει η λέξη που λέμε για τα θαλασσινά) και αν είναι , τουλάχιστον θα πάρεις πράγματι πείρα. Θα καταλαβαίνει την πορεία των εξελίξεων, διαδραματίζοντας ρόλο εποπτικό αλλά και επιβοηθητικό. Δεύτερον, αυτός που είναι άσχετος από δικηγορία, έχει τελειώσει μια νομική στο Γουαδαλκιβίρ, οικονόμησε το γραφείο από τον πατέρα, που το ‘χε ο πατέρας του και αυτουνού ο πατέρας κτλ. Αυτός θα σου γίνει όπως λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι a pain in the ass. Δεν θα καταλαβαίνει Χριστό από αυτά που γίνονται, θα σε βλέπει σαν μια άχρηστη επένδυση χρήματος και επειδή έχει και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του θα παρεμβαίνει και θα επιβάλει την άποψή του η οποία συνήθως είναι και η λάθος. Αυτός θα ασκεί πίεση, όχι σε σένα βέβαια γιατί παραείσαι ασήμαντος γι’ αυτόν, αλλά στον δικηγόρο σου, αυτόν που έχεις αναλάβει να εξ-υπηρετείς και αυτός με τη σειρά του θα ξεσπάει επάνω σου στην πρώτη βλακεία που θα κάνεις (γιατί μεταξύ μας στις αρχές όλοι κάνουμε).

8. Whos the lawyer: Η πόρτα του ιλουστρασιόν γραφείου του μεγάλου αφεντικού κλείνει τώρα να τον αφήσουμε τον άνθρωπο γιατί ξεθεώνεται στη δουλεία, τα μεσημέρια ειδικά που κοιμάται κρυφά στον καναπέ. Τώρα είμαστε με τους δικηγόρους. Αυτούς που φέρνουν τα λεφτά. Τους μαχόμενους. Οι περισσότεροι είναι απότομοι, απαιτητικοί αλλά κατά βάθος καλοί. Εδώ που τα λέμε και συ αν είχες στο μυαλό σου 5 δικασίμους, τις προθεσμίες κατάθεσης που τρέχουν, αυτά που πρέπει να γράψεις μέσα στο χρόνο αυτό και την επικοινωνία με τους αγχωμένους πελάτες, ίσως να μην ήσουν τόσο ανεκτικός σε μια ερώτηση ασκούμενου που είναι απολύτως λογικό να την κάνει γιατί τώρα μαθαίνει, αλλά λόγο του καθημερινού επιπέδου δυσκολίας φαίνεται γελοίο. Κάνεις σαν ασκούμενος αυτό που μπορείς, χρησιμοποιείς τα πόδια σου για να τους εξυπηρετήσεις καθώς αυτοί χρησιμοποιούν το μυαλό τους. Αλλά καλό θα ήταν να δίνονται και κάποιες κατευθυντήριες ρε παιδιά. Ναι καταλαβαίνουμε ότι είστε πιεσμένοι, ότι τρέχετε, αλλά κι εμείς να σας βοηθήσουμε θέλουμε. Εξηγείστε μας τη μια φορά, να τα κάνουμε άμεσα και σωστά όλες τις επόμενες. Ισχύει ότι και μόνος σου μπορείς να μάθεις αλλά πολύ πιο αργά και πολύ πιο σφαλερά.

Εντάξει, ακούγονται άσχημα όλα αυτά, η αλήθεια βέβαια είναι ότι όντως είναι άσχημα. Μέσα όμως στην ασχήμια αυτού του δολερού, δικηγορικού κόσμου υπάρχει ένα όμορφο, προσωπικό για τον καθένα μας κομμάτι αλήθειας, αυτό που είχαμε ονειρευτεί όταν πήραμε την απόφαση να ασχοληθούμε. Η βοήθεια στον κόσμο. Μπορεί όχι ολόκληρο αλλά έστω τον μικρόκοσμό μας. Κάθε μικρή σου κίνηση, διαδικαστική, κουραστική και βαρετή , κάθε πράγμα που μαθαίνεις συμπληρώνει ένα κομμάτι για να αποδοθεί το δίκαιο, για να γλιτώσει κάποιος τη φυλακή, τα χρέη, την κατάσχεση, τη δυστυχία. Μπορεί ακόμα να μην το βλέπεις, αλλά να το ξέρεις, ο μηχανισμός μπορεί να γίνει καλύτερος χάρη στη συμβολή σου ακόμα και αν νιώθεις μικρός και ασήμαντος. Άλλωστε μην ξεχνάς, τον τιτανικό τον έφτιαξαν επαγγελματίες ενώ την κιβωτό ερασιτέχνες. 

Νίκη Μαριόλη
Ασκούμενη δικηγόρος Αθηνών

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *