Το διαχρονικό σκάνδαλο της αδειοδότησης των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε.

Leave a Comment

1. Ο δημόσιος χαρακτήρας του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων, στο οποίο εκπέμπουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί κ.λπ., αποτελεί σπάνιο πόρο[1], η διαχείριση του οποίου συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους[2]. Ως εκ τούτου, αποτελεί δημόσιο αγαθό[3] και μάλιστα με σημαντική οικονομική αξία[4] εφόσον η χορήγηση άδειας χρήσης του δίνει στον κάτοχο αυτής την δυνατότητα να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά οφέλη και του παρέχει πλεονεκτήματα έναντι άλλων επιχειρηματιών που θα ήθελαν επίσης να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται τον πόρο αυτό, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή οικονομικού ανταλλάγματος για τη χρήση του, που αντανακλά, μεταξύ άλλων, την αξία της χρήσης του εν λόγω σπάνιου πόρου[5].

Η δραστηριότητα των τηλεοπτικών σταθμών αποτελεί μεν εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας καθώς και του δικαιώματος μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, συγχρόνως, όμως, η άσκησή της συνδέεται με την χρήση ενός δημοσίου αγαθού, που αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, και σπάνιο πόρο. Ως εκ τούτου, η επιβολή της υποχρέωσης καταβολής ανταλλάγματος για την χρήση των ραδιοσυχνοτήτων μετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών με σκοπό να εξασφαλισθεί η βέλτιστη χρήση του εν λόγω σπανίου πόρου, ήτοι προς εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, συνιστά θεμιτό, κατ’ αρχήν, κατά το Σύνταγμα περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας, ιδία εν όψει του άρθρου 106 παρ.1 του Συντάγματος, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το Κράτος «Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα», ο οποίος δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος επιχειρηματική ελευθερία, κινείται δε εντός των ορίων που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Κατά συνέπεια, για την χρήση ενός δημοσίου αγαθού, ήτοι των διαύλων ραδιοσυχνοτήτων, προς μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων σε ευρύ αριθμό αποδεκτών-τηλεθεατών, όχι μόνο είναι θεμιτό κατά το Σύνταγμα αλλά και απαιτείται οικονομικό αντάλλαγμα, επιβαλλόμενο για την κάλυψη του κόστους ειδικώς παρεχόμενης -στους βαρυνόμενους με αυτό- δημοσίας υπηρεσίας, η οποία αποτελεί και σπάνιο πόρο.

2. Το νομικό καθεστώς αδειοδότησης της ιδιωτικής τηλεόρασης.
2.1. Ο αρχικός νόμος 1866/1989.

Με το ν. 1866/1989, «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών» (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 222/6.10.1989), της κυβέρνησης Τζαννετάκη (συγκυβέρνηση ΝΔ-ΚΚΕ), καταργήθηκε το κρατικό μονοπώλιο τηλεοπτικών εκπομπών και επιτράπηκε για πρώτη φορά η χορήγηση σε ανώνυμες εταιρείες και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού για την πραγματοποίηση απ’ ευθείας τηλεοπτικών εκπομπών στις εκάστοτε αρμοδίως καθοριζόμενες συχνότητες ή ζώνες συχνοτήτων[6].

Οι βασικές προϋποθέσεις που έθετε ο ανωτέρω ν. 1866/1989 για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού από ανώνυμες εταιρείες ήταν:
  (α)   Οι  μετοχές  της  εταιρείας  να είναι  υποχρεωτικώς  ονομαστικές και κανένας μέτοχος να μην ελέγχει  περισσότερο  από  το 25%  του μετοχικού κεφαλαίου[7].
  (β)  Οι  εταιρείες  να  είναι  «φερέγγυες» και  να  «απολαμβάνουν αξιοπιστίας», χωρίς όμως να περιγράφεται στο νόμο βάσει ποιων κριτηρίων θεωρούνται φερέγγυες και αξιόπιστες.
  (γ) Η «…πληρότητα  και  η  ποιότητα  του  προγράμματος  και  η εμπειρία  και  παράδοση  των  μετόχων  της  εταιρείας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας…».

Το τελευταίο ως άνω κριτήριο, οδήγησε (μεταξύ άλλων) τους εκδότες των εφημερίδων «Βήμα» (Λαμπράκης), «Τα Νέα» (Λαμπράκης), «Έθνος» (Μπόμπολας), «Ελευθεροτυπία» (Τεγόπουλος) και «Μεσημβρινή» (οικογένεια Βαρδινογιάννη), να ιδρύσουν το «Mega Channel» και τους εκδότες των εφημερίδων «Ελεύθερος Τύπος» και «Απογευματινή» μαζί με τον επιχειρηματία Μ. Κυριακού να ιδρύσουν τον «Antenna».
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ανωτέρω νόμου, η εταιρεία, στην οποία χορηγείται άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, συνάπτει με το Ελληνικό Δημόσιο «σύμβαση παραχωρήσεως μη κρατικής τηλεοράσεως», στην οποία περιέχονται οι ειδικότεροι όροι της παραχώρησης, ενώ κατά το άρθρο 9, «Εκχώρηση ποσοστού κερδών», «...η εταιρεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκχωρεί κατ’ έτος στο κράτος ποσοστό των καθαρών κερδών της, το ύψος του οποίου καθορίζεται με τη σύμβαση» και «εισπράττεται κατά τις διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».
Κατ’ εφαρμογή του νόμου αυτού εκδόθηκε περιορισμένος αριθμός αδειών τηλεοπτικών σταθμών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη[8], ενώ ήδη αρκετοί λειτουργούσαν με προσωρινές άδειες από το 1989, αμέσως μετά την ψήφιση του ανωτέρω νόμου.

Σύμφωνα με τις εν λόγω άδειες, «α. Η άδεια του σταθμού τελειούται με τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως και ανακαλείται αυτοδικαίως αν μέσα σε εννέα μήνες από τη χορήγησή της δεν συναφθεί η ως άνω σύμβασηδ. Μέχρι την ολοκλήρωση της άδειας με την υπογραφή της συμβάσεως παραχωρήσεως, επιτρέπεται στην εταιρεία η πραγματοποίηση εκπομπών, για τις οποίες η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να τηρεί τους νόμους του κράτους και τους κανονισμούς του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως, υποκείμενη στις κυρώσεις που προβλέπονται από το Ν. 1866/1989 και τους συναφείς νόμους…».

Επί της ουσίας δηλαδή, με το ν. 1866/1989 επιτράπηκε η ίδρυση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες και θα απέδιδαν ορισμένο (αδιευκρίνιστο από τον εν λόγω νόμο) ποσοστό από τα έσοδά τους στο κράτος, όπως αυτό (ποσοστό) θα διαμορφώνονταν από τις μέλλουσας να συναφθούν συμβάσεις παραχώρησης.
Στη συνέχεια, με Υπουργικές Αποφάσεις (Υ.Α.) δόθηκαν άδειες ίδρυσης και λειτουργίας σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, χωρίς να έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις παραχώρησης και με την αυστηρή προϋπόθεση να υπογραφούν αυτές 9 μήνες μετά τη δημοσίευση των εν λόγω αδειών. Διαφορετικά οι ήδη χορηγηθείσες άδειες θα ανακαλούνταν αυτοδίκαια, όπως ρητά καθόριζαν οι σχετικές Υ.Α.
Πλην όμως, οι ανωτέρω συμβάσεις παραχώρησης δεν υπογράφηκαν ποτέ (και φυσικά όχι μέσα στο 9μηνο που απαιτούσαν οι ως άνω Υ.Α.), με αποτέλεσμα οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί να λειτουργούν, εκμεταλλευόμενοι έναν σπάνιο δημόσιο πόρο, κατά τη νομολογία του ΣτΕ, χωρίς να αποδίδουν ούτε ένα ευρώ στο κράτος.

2.2. Η «αλλαγή» του νομικού καθεστώτος της αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών με το ν. 2328/1995.

Μετά το πέρας 6 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων, οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούσαν εντελώς δωρεάν και προκειμένου να ρυθμιστεί το καθεστώς της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, ψηφίστηκε ο ν. 2328/1995, «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 159/3.8.1995) της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με εισηγητή τον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κ. Ευάγγελο Βενιζέλο.

Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, αφενός καταργήθηκε η υποχρέωση σύναψης «σύμβασης παραχώρησης» που προβλεπόταν από το ν. 1866/1989 και ορίστηκε ότι για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, απαιτείται προηγούμενη διοικητική άδεια[9] και αφετέρου καθορίσθηκε η διαδικασία χορήγησης της άδειας, η οποία περιλάμβανε την προκήρυξη ορισμένου (αλλά όχι καθορισμένου στο νόμο) αριθμού αδειών κατά κατηγορία σταθμών (εθνικής, περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας), την υποβολή αιτήσεων από τους ενδιαφερομένους και την επιλογή επί τη βάσει κριτηρίων που διαγράφονταν από άρθρο 2 του εν λόγω νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 21 του ως άνω ν. 2328/1995, «Η άδεια χορηγείται υπό τον όρο της καταβολής ελάχιστου ετήσιου ανταλλάγματος υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για τη χρήση ορισμένου ή ορισμένων διαύλων ραδιοσυχνοτήτων, μέσω επίγειων πομπών που παραχωρούνται στο σταθμό αυτής της κατηγορίας. Το αντάλλαγμα καθορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των ακαθάριστων εσόδων του σταθμού. Τα ποσοστά αυτά μπορούν να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Τύπου και ΜΜΕ και εισπράττονται σε ετήσια βάση κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλος εκτελεστός είναι η σχετική απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε. Από το αντάλλαγμα που προβλέπει η παράγραφος αυτή, απαλλάσσονται οι επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., που κατέχουν άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού».

Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. 6 του ιδίου ν. 2328/1995, «Όλες οι αιτήσεις για χορήγηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών αξιολογούνται με σύστημα βαθμολόγησης με μόρια με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
  α) Κριτήριο χρόνου λειτουργίας του σταθμού:
Τηλεοπτικοί σταθμοί που λειτουργούν με άδεια βαθμολογούνται με ένα (1) μόριο για κάθε συμπληρωμένο έτος λειτουργίας με αφετηρία την ημέρα δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Ε.Σ.Ρ. Το κριτήριο αυτό μπορεί να αποφέρει στους αιτούντες έως το πολύ τέσσερα (4) μόρια.
  β) Κριτήριο απασχολούμενου προσωπικού:
Οι σταθμοί βαθμολογούνται για κάθε πενήντα (50) απασχολούμενους με σύμβαση εργασίας που είναι ασφαλισμένοι στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία και περιλαμβάνονται στις εγκεκριμένες από την επιθεώρηση εργασίας μισθολογικές καταστάσεις με ένα (1) μόριο. Το κριτήριο αυτό μπορεί να αποφέρει στους αιτούντες έως το πολύ τέσσερα (4) μόρια. Για τη βαθμολόγηση με βάση το παραπάνω κριτήριο λαμβάνεται υπόψη, για τον προσδιορισμό του αριθμού των απασχολουμένων, ο μέσος όρος των τελευταίων δώδεκα (12) μηνών. Για τη χορήγηση νέων αδειών λαμβάνεται υπόψη η οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας και η σχεδιαζόμενη επένδυση. Το στοιχείο αυτό μπορεί να προσπορίσει στον αιτούντα έως δύο (2) μόρια. Ο αναφερόμενος στη μελέτη ή διαμορφωμένος αριθμός θέσεων εργασίας ανά χρόνο λειτουργίας καθίσταται όρος της άδειας, τόσο σε περίπτωση νέας άδειας, όσο και σε περίπτωση ανανέωσης.
  γ) Κριτήριο πραγματικής επένδυσης και πληρότητας εξοπλισμού:
Οι υποψήφιοι τηλεοπτικοί σταθμοί βαθμολογούνται με ένα (1) μόριο για κάθε εκατόν πενήντα, εκατομμύρια (150.000.000) δραχμές πραγματικής επένδυσης, με βάση την αξία του χρόνου κρίσης της αίτησης. Η αξία πραγματικής επένδυσης αποδεικνύεται με την προσκόμιση των αντίστοιχων τιμολογίων που έχουν  καταχωρηθεί στα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης. Το κριτήριο αυτό μπορεί να αποφέρει στους υποψήφιους έωςτο πολύ τέσσερα (4) μόρια. Για τη χορήγηση νέων αδειών και εφόσον δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί πραγματική επένδυση, λαμβάνεται υπόψη η οικονομοτεχνική μελέτηβιωσιμότητας και η σχεδιαζόμενη επένδυση. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποφέρει στους αιτούντες έως δύο (2) μόρια. Το αναφερόμενο ύψος της πραγματικής επένδυσης ανά χρόνο λειτουργίας καθίσταται όρος της άδειας, τόσο σε περίπτωση νέας άδειας, όσο και σε περίπτωση ανανέωσης.
  δ) Κριτήριο προγραμματικής πληρότητας:
Κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση το κριτήριο της προγραμματικής πληρότητας λαμβάνονται υπόψη η εμπειρία, οι γνώσεις και η ικανότητα των υπευθύνων προγραμμάτων και των συνεργατών του σταθμού, η ανάπτυξη προγραμμάτων στους τομείς ενημέρωσης, επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας, η ποιότητα του προγράμματος, τόσο των γενικής στόχευσης σταθμών, όσο και των ειδικών σταθμών με ιδιαίτερο προσανατολισμό σε έναν από τους παραπάνω τομείς ή σε μία από τις μορφές του λόγου ή της τέχνης. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η αυτοδέσμευση του σταθμού ως προς τους κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας και δεοντολογίας προγραμμάτων και διαφημίσεων που προτίθεται να εφαρμόσει. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνεκτιμώνται από το Ε.Σ.Ρ. και βαθμολογούνται με ένα (1) έως δέκα (10) μόρια…».

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ευκρινώς ότι οι ήδη, κατά το χρόνο δημοσίευσης του εν λόγω ν. 2328/1995, λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί, παρότι δεν είχαν υπογράψει τις απαιτούμενες «συμβάσεις παραχώρησης» και άρα οι άδειές τους θα έπρεπε σύμφωνα με το ν. 1866/1989 να έχουν ανακληθεί και μάλιστα αυτοδικαίως ήδη από το 1994, πριμοδοτήθηκαν εξόφθαλμα από τα κριτήρια που έθεσε ο ν. 2328/1995 εις βάρος εκείνων που για πρώτη φορά θα υπέβαλλαν αίτηση άδειας ίδρυσης βάσει του νέου θεσμικού πλαισίου, καθώς οι ήδη παρανόμως λειτουργούντες σταθμοί μπορούσαν βάσει της ανωτέρω διάταξης να λάβουν για κάθε κριτήριο διπλάσιο αριθμό μορίων από εκείνους που για πρώτη φορά θα υπέβαλλαν αίτηση (4 μόρια για τους ήδη υπάρχοντες έναντι 2 των νέων).

Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 1 του ιδίου νόμου και υπό τον τίτλο, «Μεταβατικές διατάξεις για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς», ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Άδειες που έχουν χορηγηθεί σε ανώνυμες εταιρείες ή δημοτικές επιχειρήσεις κατά το άρθρο 4 του ν. 1866/1989 εξακολουθούν να ισχύουν για διάστημα ενός (1) έτους από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Μετά τη λήξη τους ακολουθεί η διαδικασία ανανέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 του παρόντος νόμου...».


2.3. Οι συνεχείς παρατάσεις των αδειών λειτουργίας των ήδη λειτουργούντων παρανόμως ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών.

Η προκήρυξη που προβλεπόταν από τις διατάξεις του ανωτέρω ν. 2328/1995 δεν εκδόθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να δίνονται συνεχώς παρατάσεις λειτουργίας των ήδη παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών, μέσω διατάξεων σε άσχετους με το αντικείμενο νόμους που ψήφιζε η ελληνική Βουλή.

Ειδικότερα, με το άρθρο 4 του ν. 2438/1996, «Περί κυρώσεως της από 7ης Μαϊου 1996 Συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ - ΓΕΩΡΓΙΚΗ - ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε. για την τροποποίηση και συμπλήρωση της από 4ης Νοεμβρίου 1968 Συμβάσεως μεταξύ των αυτών Συμβαλλομένων, όπως τροποποιήθηκε και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 211/29.8.1996) ορίστηκε ότι, «Η ισχύς των αδειών τηλεοπτικών σταθμών του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α’/3.8.1995) παρατείνεται για εννέα (9) μήνες από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος Νόμου. Για την παράταση αυτή καταβάλλεται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς αντάλλαγμα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την παράγραφο 21 του άρθρου 1 του Ν. 2328/1995. Ως βάση υπολογισμού των ακαθαρίστων εσόδων λαμβάνεται υπ’ όψη η τελευταία διαχειριστική χρήση κάθε τηλεοπτικού σταθμού. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από τις 3 Αυγούστου 1996».

Ακολούθως, στο άρθρο 17, «Μεταβατικές διατάξεις για τους όρους λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών» του ν. 2644/1998, «Για την παροχή συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών και συναφείς διατάξεις.», (ΦΕΚ Α΄ 233/13.10.1998), ορίσθηκε ότι, «1. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και έχουν υποβάλει εμπροθέσμως αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού σύμφωνα με τη διαδικασία των υπ’ αριθ. 4775/1/3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 15), 4774/1/3.3.1998 (ΦΕΚ παρ. 14), 15011/Ε/13.7.1998 (ΦΕΚ παρ. 36) αποφάσεων του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες εντός της γεωγραφικής περιοχής που αντιστοιχεί στον αναγραφόμενο στην αίτησή τους Χάρτη Συχνοτήτων του Παραρτήματος ΙΙ της υπ’ αριθμ. 15587/Ε/19.8.1997 κοινής απόφασης των Υπουργών Μεταφορών και Επικοινωνιών και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΦΕΚ 785 Β΄), μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την οποία θα χορηγηθούν άδειες λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την αντίστοιχη περιοχή ή μέχρι την έκδοση απορριπτικής απόφασης μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 παρ. 5 περιπτώσεις γ΄ και δ΄ του ν. 2328/1995 ελέγχου συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων ή της επάρκειας της τεχνικής μελέτης…2. Οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη παράγραφο τηλεοπτικοί σταθμοί οφείλουν να τηρούν τους προβλεπόμενους από το άρθρο 3 του ν. 2328/1995 κανόνες λειτουργίας, καθώς και αυτούς που προβλέπονται από τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και τη νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας…».

Περαιτέρω, με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων στο άρθρο 14 του Συντάγματος προστέθηκε παράγραφος 9, σύμφωνα με την οποία, «9. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει. Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς, οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες. Νόμος ορίζει τις ειδικότερες ρυθμίσεις, τις κυρώσεις που μπορεί να φθάνουν μέχρι την ανάκληση της άδειας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού και μέχρι την απαγόρευση σύναψης ή την ακύρωση της σχετικής σύμβασης, καθώς και τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των καταστρατηγήσεων των προηγούμενων εδαφίων».

Για την ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων, περί των οποίων διαλαμβάνει η  προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη εκδόθηκε ο ν. 3021/2002, «Περιορισμοί στη σύναψη δημοσίων συμβάσεων με πρόσωπα που δραστηριοποιούνται ή συμμετέχουν σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ 143/19.6.2002), βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του οποίου οι ανωτέρω άδειες των ήδη παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών παρατάθηκαν επ’ αόριστον «μέχρι την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2328/1995 με την έκδοση αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή».

Παράλληλα και επειδή, οι διαγωνιστικές διαδικασίες, στις οποίες αναφέρονταν το προαναφερόμενο άρθρο 17 του ν. 2644/1998, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ένας άλλος νόμος ρύθμισε την έκβασή τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν. 3051/2002, «Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 220/20.9.2002), «…2. Διαγωνιστικές διαδικασίες με αντικείμενο τη χορήγηση αδειών για τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης…οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου και στις οποίες η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων των αιτούντων έχει ελεγχθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 5 του Ν. 2328/1995 και του άρθρου 5 παρ. 3 εδάφ. α΄ του Ν. 2644/1998, καταργούνται3. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί...οι οποίοι, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2644/1998, εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2328/1995 με την έκδοση αδειών λειτουργίας για την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή…».

Στη συνέχεια, κινήθηκαν από το ελληνικό κράτος νέες διαδικασίες αδειοδότησης, κατόπιν σχετικών προκηρύξεων του Ε.Σ.Ρ., οι οποίες επίσης δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Ακολούθησε η δημοσίευση του ν. 3444/2006, «Σύσταση «Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου» - Ρύθμιση θεμάτων Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας, Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 46/2.3.2006), σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 7 περ. β’ του οποίου, «Οι προκηρύξεις για τη χορήγηση αδειών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών θα εκδοθούν μέχρι τις 30.6.2006».

Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3548/2007, «Καταχώριση δημοσιεύσεων των φορέων του Δημοσίου στο νομαρχιακό και τοπικό Τύπο και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 68/20.3.2007), παρατάθηκε η τελευταία αυτή προθεσμία μέχρι την 30.6.2007. Ο μεταγενέστερος δε ν. 3592/2007, «Συγκέντρωση και αδειοδότηση Επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 161/19.7.2007), όρισε στο άρθρο 5 παρ. 7 (α) αυτού ότι, «Ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας νοούνται αυτοί που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης λήψης και ειδική άδεια τεχνικής δικτύωσης προκειμένου να αποκτήσουν εθνική εμβέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του  άρθρου 4 του ν. 1866/1989 (ΦΕΚ 222 Α`), η οποία έχει παραταθεί με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α`), του άρθρου 4 του ν. 2438/1996 (ΦΕΚ 211 Α`), της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 2644/1998 (ΦΕΚ 233 Α`) και της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3021/2002 (ΦΕΚ 143 Α`). Ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί περιφερειακοί σταθμοί νοούνται εκείνοι που θεωρείται ότι λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 2644/1998 και της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α`), της παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 3444/2006 (ΦΕΚ 46 Α`) και κάθε άλλης σχετικής διάταξης, όπως ισχύουν κάθε φορά.».

Η ίδια πάντοτε προθεσμία παρατάθηκε:
  (α) Μέχρι την 31.10.2008 με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3640/2008, «Κύρωση Συμφωνίας Στρατηγικής Συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Εταιρειών Microsoft Corporation, Microsoft Ireland Operation Limited και Μάικροσοφτ Ελλάς Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Προϊόντων και Υπηρεσιών Πληροφορικής και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 22/14.2.2008)
  (β) Μέχρι την 30.6.2009 με τα άρθρο 9 του ν. 3723/2008, «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α αρ. φ. 250/9.12.2008)
  (γ) Μέχρι την 31.12.2009 με το άρθρο 37 του ν. 3775/2009, «Κανόνες Τεκμηρίωσης Ενδοομιλικών Συναλλαγών, Κανόνες Υποκεφαλαιοδότησης Επιχειρήσεων, Διαδικασία Ταχείας Αδειοδότησης και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 122/21.7.2009).
  (δ) Μέχρι την 31.12.2010 με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3838/2010, «Σύγχρονες διατάξεις για την Ελληνική Ιθαγένεια και την πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και άλλες ρυθμίσεις», (ΦΕΚ τ. Α αρ. φ. 49/24.3.2010).
  (ε) Μέχρι την 31.12.2011 με το άρθρο 49 παρ. 8 του ν. 3905/2010, «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 219/23.12.2010).

2.4. Ο παράνομος χαρακτήρας των συνεχών παρατάσεων των αδειών λειτουργίας των ήδη λειτουργούντων παρανόμως ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών.

Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 560 από 8.2.2012 Απόφαση του ΣτΕ,  «…η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2644/1998, σχετικά με την νομιμοποίηση της λειτουργίας ορισμένων παρανόμως λειτουργούντων τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι θεωρούνται υπό προθεσμίαν ως «νομίμως λειτουργούντες», θεσπίσθηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο είχαν ήδη κινηθεί, με την έκδοση προκηρύξεων, και ήσαν εν εξελίξει διαγωνιστικές διαδικασίες κατά τις πάγιες διατάξεις του ν. 2328/1995, ευλόγως δε αναμενόταν η ολοκλήρωσή τους σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, με την έκδοση των αντιστοίχων αδειών, και η συνακόλουθη λήξη της ισχύος της διατάξεως αυτής. Αντιθέτως, με τις διατάξεις του άρθρου 19 του μεταγενέστερου ν. 3051/2002 παρατάθηκε το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων τηλεοπτικών σταθμών επ’ αόριστον, εφ’ όσον με αυτές καταργήθηκαν οι αρξάμενες διαγωνιστικές διαδικασίες χωρίς να έχουν προκηρυχθεί νέες και χωρίς να τάσσεται στην Διοίκηση εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την χορήγηση αδειών στους τηλεοπτικούς σταθμούς περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας. Όμως, όπως έχει κριθεί με την απόφαση 3578/2010 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το Σύνταγμα. Πρώτον μεν αντιβαίνει προς την θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά. Τούτο επιτυγχάνεται με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή. Δημόσιο δε αγαθό αποτελούν οι αριθμητικά περιορισμένες ραδιοσυχνότητες για την πραγματοποίηση τηλεοπτικών εκπομπών αναλογικού σήματος, το δημόσιο αυτό αγαθό προσβάλλεται όταν η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων γίνεται χωρίς την απαιτούμενη διοικητική άδεια, δηλαδή αυθαιρέτως και παρανόμως. Δεύτερον δε, η επίμαχη ρύθμιση αντιβαίνει προς την συνταγματική αρχή της ισότητας. Διότι θέτει τους πολίτες εκείνους, οι οποίοι, ενώ είχαν πιθανώς την βούληση και την πραγματική δυνατότητα να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν αυθαιρέτως παραβαίνοντες τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τους πολίτες εκείνους, οι οποίοι, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι, οι παρανομήσαντες πολίτες νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Επομένως, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3051/2002 ήταν ήδη κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της αντισυνταγματική…».

Πλην όμως και παρά την ανωτέρω σταθερή (2010 και μετά) κρίση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3051/2002, 6 ημέρες πριν την δημοσίευση της υπ’ αριθ. 560 από 8.2.2012 Απόφασης του ΣτΕ (η οποία είχε κριθεί στις από Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2011 διασκέψεις του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ), εκδόθηκε ο ν. 4038/2012, «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», (ΦΕΚ τ. Α’ αρ. φ. 14/2.2.2012), σύμφωνα με το άρθρο 8 του οποίου, «1. Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 5 παρ. 7α του ν. 3592/2007 (Α` 161) ως νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας εξακολουθούν να λειτουργούν νομίμως μέχρι την έκδοση της απόφασης για τη χορήγηση αδειών παροχής περιεχομένου επίγειας ψηφιακής εκπομπής, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 του ίδιου νόμου, υπό τον όρο της συμμετοχής τους στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία η οποία θα διενεργηθεί κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου…».

2.5. Η νομοθετική πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Μετά από 26 χρόνια λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, χωρίς θεσμικό πλαίσιο και με όσες, σχετικές με το αδειοδοτικό καθεστώς, διατάξεις που έχουν ψηφιστεί μετά το ν. 1866/1989 να μην έχουν εφαρμοστεί ποτέ, καταλείποντας τον σπάνιο δημόσιο πόρο του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων βορά στα ιδωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα, ψηφίστηκε πρόσφατα ο ν. 4339/2015,   «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης - Ιδρυση συνδεδεμένης με την E.P.Τ. Α.Ε. ανώνυμης εταιρίας για την ανάπτυξη δικτύου επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής - Ρύθμιση θεμάτων Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ. Τ.) - Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, Οργάνωση της Επικοινωνιακής Διπλωματίας - Σύσταση Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας και Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης - Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4070/2012 (Α' 82) και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 133/29.10.2015), στόχος του οποίου αποτελεί κατά δήλωση του αρμοδίου Υπουργού κ. Παππά η διαμόρφωση διαφανούς και επωφελούς για το Δημόσιο πλαισίου αδειοδότησης.

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 2 του νέου ν. 4339/2015, «...4. Με απόφαση του Υπουργού στον οποίο ανατίθενται εκάστοτε οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και δημόσια διαβούλευση, καθορίζεται ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά κατηγορία εμβέλειας (εθνικής ή περιφερειακής), προγράμματος (ενημερωτικού ή μη ενημερωτικού), είδος περιεχομένου σε περίπτωση ενημερωτικού προγράμματος (γενικού ή θεματικού περιεχομένου), είδος στόχευσης (γενικής ή ειδικής) σε περίπτωση μη ενημερωτικού προγράμματος και είδος θεματικού περιεχομένου σε περίπτωση προγράμματος ειδικής στόχευσης. H τιμή εκκίνησης ανά κατηγορία δημοπρατούμενης άδειας καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού στον οποίο ανατίθεται εκάστοτε οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, μετά από γνώμη του Ε.Σ.Ρ..
5. Η χρονική διάρκεια των αδειών παρόχων περιεχομένου είναι δέκα (10) έτη από την ημερομηνία της έκδοσής τους.
6. Η διαδικασία της αδειοδότησης των παρόχων περιεχομένου μέσω δημοπρασίας διεξάγεται με την έκδοση προκήρυξης από το Ε.Σ.Ρ., σύμφωνα με τους όρους του παρόντος. Προκηρύξεις από το Ε.Σ.Ρ. είναι δυνατόν να εκδίδονται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών...».

Κατά συνέπεια, μέχρι να εκδοθούν οι προβλεπόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις Υ.Α. για τον αριθμό των αδειών, την τιμή δημοπράτησης αυτών και στη συνέχεια μέχρι να προκηρυχθούν από το Ε.Σ.Ρ. οι εν λόγω μέλλουσες να δημοπρατηθούν άδειες, και να ολοκληρωθεί η διαγωνιστική διαδικασία, οι ήδη υπάρχοντες ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να λειτουργούν βάσει αδειών που το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας έχει επανειλημμένα κρίνει ως παράνομες.




3. Οι νόμοι για το «Βασικό Μέτοχο» που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Πέραν του γεγονότος ότι οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούν παρανόμως, εδώ και 26 χρόνια, εκμεταλλευόμενοι έναν σπάνιο δημόσιο πόρο, με όλες τις κυβερνήσεις από το 1989 μέχρι σήμερα να έχουν «ανεχθεί» αυτή τη λειτουργία, επιχειρήθηκε στο παρελθόν να δοθεί προς τους πολίτες μία επίφαση διαφάνειας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω σταθμών.

Μετά το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων με το οποίο προστέθηκε παράγραφος 9 στο άρθρο 14 του Συντάγματος, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω εκδόθηκε ο ν. 3021/2002 της κυβέρνησης Σημίτη, σύμφωνα με το άρθρο 2, «Απαγόρευση σύναψης δημοσίων συμβάσεων με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης» του οποίου, «1. Απαγορεύεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης, καθώς και με τους εταίρους, τους βασικούς μετόχους[10], τα μέλη των οργάνων διοίκησης και τα διευθυντικό στελέχη των επιχειρήσεων αυτών.
Επίσης, απαγορεύεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων με επιχειρήσεις των οποίων εταίροι ή βασικοί μέτοχοι ή μέλη οργάνων διοίκησης ή διευθυντικό στελέχη είναι επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης ή εταίροι ή βασικοί μέτοχοι ή μέλη οργάνων διοίκησης ή διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης.
            2. Η απαγόρευση σύναψης δημοσίων συμβάσεων καταλαμβάνει επίσης:
           α) τους συζύγους και τους συγγενείς, σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου μέχρι και τετάρτου βαθμού, των φυσικών προσώπων που υπάγονται στην παράγραφο 1, εφόσον δεν μπορούν να αποδείξουν ότι διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια σε σχέση με τα πρόσωπα αυτά[11]...
            3. Από την απαγόρευση του παρόντος όρθρου εξαιρούνται οι δημόσιες συμβάσεις των οποίων το αντικείμενο έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το αντικείμενο των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Επίσης, εξαιρούνται οι δημόσιες συμβάσεις που καταρτίζονται με επιχειρήσεις των οποίων βασικός μέτοχος είναι πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στη βουλή των ελλήνων, ή εκπρόσωπος αυτού, εκτός εάν στις επιχειρήσεις αυτές συμμετέχει άλλος βασικός μέτοχος που κατέχει τις ασυμβίβαστες ιδιότητες του άρθρου 3[12].».

Οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3021/2002, ως προς την απαγόρευση ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στους «Βασικούς Μετόχους» των εταιρειών που κατέχουν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την υπ’ αριθ. 3470/2011 Απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας[13].

Πλην όμως, είχαν ήδη καταργηθεί με το άρθρο 12 παρ. 26 του ν. 3310/2005, «Μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και την αποτροπή καταστρατηγήσεων κατά τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων.», (ΦΕΚ τ. Α' αρ. φ. 30/14.2.2005), της κυβέρνησης Καραμανλή, ο οποίος έθετε αυστηρότερα πλαίσια ως προς την έννοια του «Βασικού Μετόχου», θέτοντας το όριο του ποσοστού συμμετοχής του τελευταίου στην ιδιοκτήτρια εταιρεία Μ.Μ.Ε. από το 5% που όριζε ο ν. 3021/2002 στο 1% πλέον.

Bέβαια, λίγους μόλις μήνες μετά την ψήφιση του ανωτέρω ν. 3310/2005 αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 3414/2005, «Τροποποίηση του ν. 3310/2005 "Μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και την αποτροπή καταστρατηγήσεων κατά τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων" (ΦΕΚ 30/Α΄/14.2.2005).», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 279/10.11.2005), θέτοντας πλέον ως βασικό κριτήριο ασυμβιβάστου ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων σε «Βασικούς Μετόχους» ιδιοκτητριών εταιρειών Μ.Μ.Ε. την   ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης για ενεργητική διαφθορά και ειδικότερα ορίζοντας πλέον ότι, «…Η διαπίστωση της ασυμβίβαστης ιδιότητας γίνεται, ξεχωριστά, για κάθε διαγωνιστική διαδικασία ή διαδικασία ανάθεσης από την Αναθέτουσα Αρχή και ελέγχεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του νόμου αυτού, εφόσον, λόγω της συνδρομής της κατά τα ως άνω ασυμβίβαστης ιδιότητας, αποδειχθεί με οριστική δικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου ότι συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού εξαιτίας ενεργητικής διαφθοράς, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 1 εδ. β΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ της 31.3.2004, όπως η περίπτωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της Πράξης του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 (ΕΕ C195 της 25.6.1997). Για την εφαρμογή του νόμου αυτού, ενεργητική διαφθορά στοιχειοθετείται όταν οποιοσδήποτε, εκ προθέσεως, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο της Αναθέτουσας Αρχής, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσεως ωφέλημα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη εκ των καθηκόντων του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του. Με την οριστική καταδικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου πρέπει να διαπιστώνεται η ανωτέρω αξιόποινη πράξη της επιχείρησης Μ.Μ.Ε., με την οποία συνδέεται ο υποψήφιος εξαιτίας της κατά τα ως άνω συνδρομής των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων και απαγορεύσεων του νόμου αυτού και να αποδεικνύεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης του υποψηφίου αυτού και η ιδιότητά του ως φυσικού αυτουργού ή ηθικού αυτουργού ή συναυτουργού ή άμεσου συνεργού στην τέλεση του αδικήματος της ενεργητικής διαφθοράς…».

Βάσει της ανωτέρω τροποποίησης, ο νόμος για τον «Βασικό Μέτοχο» κατέστη ανενεργός, με αποτέλεσμα να παραμένει αδιαφανές και το πλαίσιο αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εταιρειών που ελέγχουν τα Μ.Μ.Ε.

Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αβίαστα είναι το εξής: Η συνεχιζόμενη παρανομία του ελληνικού κράτους και συγκεκριμένα των αρμοδίων Υπουργών και των υπευθύνων ελληνικών κυβερνήσεων, σε σχέση με έναν σπάνιο δημόσιο πόρο, όπως το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων, σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου και παρά την κατάφαση της παρανομίας αυτής από την ελληνική Δικαιοσύνη (της μίας εκ των τριών διακριτών εξουσιών βάσει του Συντάγματος) και δη από το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, δεν θα πρέπει να καταλογιστεί κάποτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και να αποδοθούν οι ανάλογες αστικές και ποινικές ευθύνες; 

Τρύφωνας Κόλλιας
Δικηγόρος Αθηνών, LL.M.
Μέλος της Ομάδας Διαχείρισης του
Βήματος Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων

Email: trifkollias@yahoo.gr




[1] βλ. άρθρο 2 του ν. 2867/2000, «Οργάνωση και λειτουργία των τηλεπικοινωνιών και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 273/19.12.2000).
[2] βλ. άρθρο 3 παρ. 8 του ν. 2246/1994, «Οργάνωση και λειτουργία του τομέα τηλεπικοινωνιών.», (ΦΕΚ τ. Α΄  αρ. φ. 172/20.10.1994)
[3] βλ. ΣτΕ 560/2012, 3578/2010 Ολομ.
[4] βλ. άρθρα 23 παρ. 1 του ν. 3431/2006, «Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 13/3.2.2006) και 20 παρ. 1 του ν. 4070/2012, «Ρυθμίσεις Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, Μεταφορών, Δημοσίων Έργων και άλλες διατάξεις.», (ΦΕΚ τ. Α΄ αρ. φ. 82/10.04.2012).
[5] βλ. ΣτΕ 2126/2013, 2631/2008, 2632/2003, 182/2002 7μ.
[6] βλ. άρθρο 4 του νόμου 1866/1989
[7][7] Κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 1806/1988 (Α' 207) ορίζεται ότι: "Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο κατά το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 1738/1987  αρμόδιος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορούν να ελέγχουν την προέλευση των μέσων χρηματοδότησης των εκδοτικών επιχειρήσεων ημερησίου τύπου καθώς και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την ίδρυση ή λειτουργία ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών.
[8] βλ. ΦΕΚ Β΄ 713, 732, 843/1993
[9] Βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2328/1995
[10] Σύμφωνα με το άρθρο 1, «Ορισμοί», παρ. 4 του ν. 3021/2002, «Βασικός Μέτοχος», θεωρείται, «Ο μέτοχος ο οποίος, είτε βάσει του αριθμού των μετοχών που έχει στην κυριότητά του, υπολογιζόμενου αυτοτελώς ή συγκρινόμενου με τον αριθμό μετοχών των άλλων μετόχων της εταιρείας είτε βάσει των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει ή άλλων ειδικών δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος ή το καταστατικό της εταιρείας είτε βάσει γενικών ή ειδικών συμφωνιών που έχει συνάψει με την εταιρεία ή άλλους μετόχους ή τρίτα πρόσωπα που εξαρτώνται οικονομικά από αυτόν ή ενεργούν για λογαριασμό του, μπορεί να επηρεάζει ουσιωδώς τη λήψη των αποφάσεων που λαμβάνουν τα αρμόδια όργανα ή στελέχη της εταιρείας σχετικό με τον τρόπο διοίκησης και της εν γένει λειτουργίας της αντίστοιχης επιχείρησης.
Ειδικότερα, βασικός μέτοχος θεωρείται ιδίως:
Α. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσοστού επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίoυ που ανήκει στην κυριότητά του:
α) είναι κύριος αριθμού μετοχών που υπερβαίνει τον αριθμό μετοχών που ανήκει σε κάθε άλλο μέτοχο ή είναι ίσος με τον αριθμό μετοχών άλλου μετόχου της περίπτωσης αυτής, ή
β) κατέχει, είτε από το καταστατικό της εταιρείας είτε μέσω εκχώρησης σχετικού δικαιώματος άλλων μετόχων, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση, ή
γ) έχει το δικαίωμα, είτε από το νόμο, είτε από το καταστατικό της εταιρείας είτε μέσω εκχώρησης σχετικού δικαιώματος άλλων μετόχων, να διορίζει ή να ανακαλεί δύο τουλάχιστον μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ή ένα μέλος εφόσον αυτό ασκεί τα καθήκοντα του προέδρου ή αντιπροέδρου ή διευθύνοντος ή εντεταλμένου ή συμπράττοντος συμβούλου ή, εν γένει, συμβούλου με εκτελεστικά καθήκοντα, ή
δ) είναι κύριος ποσοστού επί του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου ή κάτοχος δικαιωμάτων ψήφου που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίoυ που εκπροσωπήθηκε και άσκησε το δικαίωμα ψήφου κατά τη λήψη της απόφασης της γενικής συνέλευσης για την εκλογή ή την ανάκληση του εκάστοτε τελευταίου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή της πλειοψηφίας των μελών αυτού, ή
ε) καταρτίζει, αμέσως ή εμμέσως, συμβάσεις και εν γένει συμφωνίες με την εταιρεία, από τις οποίες η τελευταία αποκτά έσοδα ή άλλα οικονομικά οφέλη τα οποία αντιστοιχούν τουλάχιστον στο ένα πέμπτο των ακαθόριστων εσόδων της εταιρείας κατά το εκάστοτε προηγούμενο έτος.
Β. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο:
α) είναι κύριος αριθμού μετοχών που αντιστοιχεί, ως ποσοστό, τουλάχιστον στο πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου ή
β) είναι κύριος δικαιωμάτων ψήφου που αντιστοιχούν, ως ποσοστό, τουλάχιστον στο πέντε τοις εκατό (5%) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση της εταιρείας.
Για τον υπολογισμό του ποσοστού επί του μετοχικού κεφαλαίoυ ή των δικαιωμάτων ψήφου που αναφέρονται στα υπό Α` και Β` εδάφια της παρούσας παραγράφου λαμβάνεται υπόψη και ο αριθμός των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου που ανήκουν ή κατέχονται:
-από παρένθετα πρόσωπα,
-από επιχειρήσεις που ελέγχονται από τον ίδιο μέτοχο,
-από άλλο μέτοχο με τον οποίο έχει συναφθεί συμφωνία για τη διαμόρφωση, μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει, διαρκούς κοινής πολιτικής ως προς τη διοίκηση της εταιρείας.
Επίσης, υπολογίζονται τα δικαιώματα ψήφου τα οποία κατέχονται βάσει συμβάσεως ενεχύρου ή επικαρπίας ή ως συνέπεια λήψης ασφαλιστικού μέτρου σε βάρος του κυρίου των αντίστοιχων μετοχών, καθώς και ο αριθμός μετοχών που δεν ανήκουν στην κυριότητά του αλλά από τις οποίες ο μέτοχος αυτός δικαιούται να λαμβάνει μέρισμα. Αριθμός μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφoυ που αποκτώνται λόγω κληρονομικής διαδοχής υπολογίζονται μετά την παρέλευση τριών μηνών από την απόκτησή τους
[11] Η ως άνω διάταξη της περ. α` της παρ.2 του άρθρου 2 , κατά το μέρος που ορίζει ότι οι συγγενείς των ιδιοκτητών, βασικών μετόχων, εταίρων και διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης που μπορεί να ασκούν αθέμιτη επιρροή στη διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, δεν λογίζονται ως παρένθετα πρόσωπα, αν αποδείξουν ότι διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια, κρίθηκε ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ με την υπ` αριθμ.3670/2006 απόφαση ΣτΕ (Ολομέλεια) και 3242/2004 απόφαση ΣτΕ.
[12] Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 23 του Ν. 3166/2003 (ΦΕΚ Α 178) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Το εδάφιο β` της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3021/2002 εφαρμόζεται αναλόγως και για τις επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης των οποίων βασικός μέτοχος ή βασικός μέτοχος του βασικού μετόχου είναι το Ελληνικό Δημόσιο.».
[13] Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 3470/2011 Απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, «…Δεδομένου, δε, ότι σκοπός των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος είναι η αποτροπή, όχι βεβαίως κάθε εν γένει επιρροής, των μέσων ενημέρωσης στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, η οποία είναι, άλλωστε, σύμφυτη με το ρόλο των μέσων αυτών στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά μόνον της συγκεκριμένης αθέμιτης επιρροής, που μπορεί να ασκηθεί στα πλαίσια μιας διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, με σκοπό την επίτευξη συνάψεως της σχετικής συμβάσεως, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει ως κύρωση την απαγόρευση της σύναψης σύμβασης ή την ακύρωση της σχετικής σύμβασης μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία σε διαδικασία για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως συμμετέσχε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), στο οποίο συνέτρεχε μια από τις ως άνω ασυμβίβαστες ιδιότητες και το οποίο, περαιτέρω, κατά τη διαδικασία της αναθέσεως από τις αρμόδιες αναθέτουσες αρχές προέβη αποδεδειγμένα σε παράνομη ή αθέμιτη ενέργεια , προκειμένου να επιτύχει να του ανατεθεί, τελικώς, η εν λόγω δημόσια σύμβαση, με αποτέλεσμα να παραβιασθούν οι αρχές της προστασίας κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού και της διαφάνειας…Ενόψει όμως της εννοίας των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, όπως αυτή εξετέθη στην προηγούμενη σκέψη και σύμφωνα με την οποία μόνη η συνδρομή μιας εκ των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων δεν μπορεί να οδηγήσει στην απαγόρευση αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, αν δεν αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι κατά τη διαδικασία της αναθέσεως της συγκεκριμένης δημοσίας συμβάσεως, το εν λόγω πρόσωπο, το φέρον την προαναφερθείσα ιδιότητα προέβη αποδεδειγμένα σε παράνομη ή αθέμιτη ενέργεια , προκειμένου να επιτύχει να του ανατεθεί, τελικώς, η εν λόγω δημόσια σύμβαση, το όλο πλέγμα των διατάξεων του νόμου 3021/2002, ο οποίος στηρίζεται σε αντίθετη ερμηνεία των διατάξεων του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος και με τον οποίο προσδιορίζονται οι συνέπειες της συνδρομής των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων του εν λόγω άρθρου, προσκρούουν στην αληθή έννοια αυτού και ως αντίθετες με αυτό δεν είναι εφαρμοστέες…»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *