To νομικό πλαίσιο της άμβλωσης στην Πολωνία

Leave a Comment

Η άμβλωση, ως διαδικασία τεχνητής διακοπής της κύησης, αποτελεί ένα άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα που εξακολουθεί να διχάζει την Ευρώπη του 21ου αιώνα. Ο προβληματισμός, τόσο από ηθική όσο και από νομική σκοπιά, έγκειται στο κατά πόσο το έμβρυο χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος και ως εκ τούτου η άμβλωση ανθρωποκτονία. Στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ το πρόβλημα έχει, νομικά, διευθετηθεί με τη νομιμοποίηση της άμβλωσης, ώστε αυτή να αποτελεί πλέον κεκτημένο δικαίωμα των γυναικών. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες όπου η διακοπή της κύησης απαγορεύεται και κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται. Στις χώρες αυτές συγκαταλέγεται η Πολωνία, η νομοθεσία της οποίας είναι από τις αυστηρότερες στην ΕΕ.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο στηρίζεται στον πολωνικό νόμο του 1993 “Act of 7 January 1993 on Family planning, Protection of human fetuses and The conditions under which pregnancy termination is permissible”,[1] επιτρέπει, σύμφωνα με το Άρθρο 4α, την άμβλωση σε τρεις μόνο περιπτώσεις: όταν συντρέχει κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία της μητέρας, όταν ο προγεννητικός έλεγχος δείχνει μη αναστρέψιμο παθολογικό πρόβλημα στο έμβρυο έως την 24η εβδομάδα της κυήσεως, και όταν η κύηση είναι αποτέλεσμα βιασμού ή αιμομιξίας έως την 12η εβδομάδα της κυήσεως. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται γραπτή συναίνεση της μητέρας ακόμα και αν είναι ανίκανη προς δικαιοπραξία, εκτός αν η πνευματική της κατάσταση καθιστά αδύνατη τη συγκατάθεσή της, οπότε χρειάζεται συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Αν η μητέρα είναι ανήλικη άνω των 13 ετών απαιτείται και πάλι γραπτή συναίνεση της ιδίας, ενώ αν είναι κάτω των 13 ετών χρειάζεται γραπτή συναίνεση των κηδεμόνων. Επιπλέον για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, η διακοπή της κύησης προϋποθέτει τη συναίνεση γιατρού, διαφορετικού από εκείνου που θα διεξαγάγει την επέμβαση, εκτός αν ο κίνδυνος για τη ζωή της μητέρας είναι άμεσος, ενώ η τρίτη περίπτωση θα πρέπει να εξακριβωθεί από τις εισαγγελικές αρχές. Η παραβίαση της διάταξης του παραπάνω άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 1 του πολωνικού ΠΚ και επιφέρει κυρώσεις μόνο σε βάρος των γιατρών, οι οποίοι τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως δύο έτη, ενώ οι γυναίκες δεν διώκονται ποινικά.

Προσφάτως, κατατέθηκε στην πολωνική Βουλή νομοσχέδιο, το οποίο προβλέπει την πλήρη απαγόρευση της άμβλωσης με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που συντρέχει σοβαρός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή της μητέρας. Η μη συμμόρφωση θα έχει ως συνέπεια την επιβολή ποινής φυλάκισης έως 5 έτη τόσο για τους γιατρούς και άλλα πρόσωπα που θα συμμετέχουν στην άμβλωση όσο και για τις ίδιες τις ασθενείς, ενώ δίνεται η δυνατότητα στο δικαστή να μην επιβάλλει ποινικές κυρώσεις στις γυναίκες που υποβλήθηκαν παράνομα στην επέμβαση. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου στην τελευταία περίπτωση δημιουργεί σοβαρή ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά την πιθανή ποινική μεταχείριση των γυναικών. Παράλληλα, το Ίδρυμα Ελσίνκι για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Πολωνία (ΙΕΔΑ) με ανακοίνωσή του,[2] τόνισε ότι η ολική απαγόρευση της άμβλωσης αποτελεί μία απαράδεκτη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή των γυναικών, αφαιρεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και εκθέτει τις γυναίκες σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός επιχειρεί να ελέγξει τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών. Μετά την έντονη αντίδραση ΜΚΟ, τις μαζικές διαδηλώσεις στο εσωτερικό της Πολωνίας αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και την πίεση της κοινής γνώμης, η συντηρητική κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) της Πολωνίας απέσυρε το επίμαχο νομοσχέδιο, ενώ το θέμα αναμένεται να έλθει προς συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η Πολωνία έχει καταδικαστεί, ήδη, τρεις φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για παραβίαση του δικαιώματος στην άμβλωση στις περιπτώσεις όπου κατ εξαίρεση επιτρέπεται. Στην υπόθεση Tysiac κατά Πολωνίας[3] (προσφυγή υπ’ αριθμόν 5410/03), η προσφεύγουσα είχε, σύμφωνα με το άρθρο 4α περ. 1.1 του πολωνικού νόμου, δικαίωμα διακοπής της κύησης στη βάση ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για την υγεία της. Ωστόσο, το αίτημά της να της παρασχεθεί η δυνατότητα άμβλωσης απορρίφθηκε από τους αρμόδιους γιατρούς με αποτέλεσμα σημαντική βλάβη της υγείας της. Καθώς τα πολωνικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απορριφθείσας αίτησης και της επιδείνωσης της υγείας της και εφόσον είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, η ενάγουσα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επικαλούμενη τα άρθρα 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στο βαθμό που το πολωνικό δίκαιο αναγνωρίζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το δικαίωμα στην άμβλωση, αυτό εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθώς η νομοθεσία σχετικά με την άμβλωση αγγίζει τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της εγκύου, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με το έμβρυο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 καθώς έκρινε ότι οι πολωνική κυβέρνηση απέτυχε να εκπληρώσει τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό για την διασφάλιση ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου μηχανισμού ελέγχου των προϋποθέσεων διακοπής της κύησης και την πρόβλεψη σαφών νομοθετικών διαδικασιών για τις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει διαφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της εγκύου για την σκοπιμότητα της άμβλωσης, ενώ δεν διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3, 13 και 14. Παρόμοια είναι η υπόθεση R.R. κατά Πολωνίας[4] (προσφυγή υπ’ αριθμόν 27617/04), στην οποία η προσφεύγουσα είχε, κατά το άρθρο 4α περ. 1.2 του πολωνικού νόμου, δικαίωμα διακοπής της κύησης λόγω μη αναστρέψιμου παθολογικού προβλήματος του εμβρύου. Το γενετικό πρόβλημα, παρά τις υποψίες της μητέρας, δεν διαγνώστηκε διότι οι γιατροί αρνήθηκαν σκοπίμως τη διεξαγωγή του προγεννητικού ελέγχου έως την 24η εβδομάδα της κυήσεως, χρονικό περιθώριο εντός του οποίου επιτρέπεται η άμβλωση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 στη βάση ότι το δικαίωμα επαρκούς ενημέρωσης σε θέματα που αφορούν την υγεία και το οποίο επηρεάζει καθοριστικά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8. Παράλληλα, έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ με την αιτιολογία ότι το πολωνικό κράτος απέτυχε να εκπληρώσει τις θετικές υποχρεώσεις που αφορούν στη διασφάλιση της πρόσβασης στην πληροφόρηση για την υγεία της μητέρας και του εμβρύου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η προσφεύγουσα να βίωσε τρομερή αγωνία αναλογιζόμενη την υγεία του εμβρύου και την προοπτική ανατροφής ενός παιδιού με γενετική πάθηση. Σημαντική πτυχή της απόφασης αυτής είναι η κρίση του ΕΔΔΑ όσον αφορά το δικαίωμα των γιατρών να αρνηθούν την παροχή υπηρεσιών για λόγους συνείδησης, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραβιάζει την πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Στην πλέον πρόσφατη απόφασή του, P. and S. Κατά Πολωνίας[5] (προσφυγή υπ’ αριθμόν 57375/08), το ΕΔΔΑ κατέστησε σαφές ότι στις περιπτώσεις που η άμβλωση είναι νόμιμη θα πρέπει να εξασφαλίζεται και η πρόσβαση σ’ αυτή. Τα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν την ανήλικη P., η οποία είχε δικαίωμα διακοπής της κύησης που ήταν αποτέλεσμα βιασμού σύμφωνα με το άρθρο 4α περ. 1.3 του πολωνικού νόμου. Οι αρμόδιοι γιατροί αρνήθηκαν, παρά τη σχετική πιστοποίηση από τις εισαγγελικές αρχές, να προβούν στην επέμβαση προβάλλοντας ηθικές αντιρρήσεις. Οι κρατικές πολωνικές αρχές αφαίρεσαν την κηδεμονία από την μητέρα με την αιτιολογία ότι πίεζε την ανήλικη να υποβληθεί σε άμβλωση με αποτέλεσμα η P. να εισαχθεί σε αναμορφωτήριο. Μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Υγείας χορηγήθηκε στην ανήλικη νόμιμη άδεια διακοπής της κύησης, η επέμβαση όμως διεξήχθη κρυφά χωρίς η ασθενής να λάβει την απαιτούμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ με αιτιολογία συναφή με εκείνη των δύο προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων, καθώς και παραβίαση του άρθρου 5 (το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) λόγω του εγκλεισμού της ανήλικης στο αναμορφωτήριο, ενώ επανέλαβε την κρίση ότι τα κράτη είναι υποχρεωμένα να οργανώσουν το σύστημα υγείας κατά τέτοιο τρόπο ώστε η άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας συνείδησης των γιατρών να μην παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης των ασθενών σε νόμιμες ιατρικές διαδικασίες. Αξιοσημείωτο είναι ότι και στις τρεις αποφάσεις το ΕΔΔΑ απέφυγε να δώσει απάντηση στο δύσκολο και ευαίσθητο ζήτημα, αν και σε ποιο βαθμό κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ το δικαίωμα στην άμβλωση.

Το δικαστικό προηγούμενο καταδεικνύει ότι η ισχύουσα νομοθεσία της Πολωνίας για την άμβλωση είναι στην εφαρμογή της αυστηρότερη απ’ ότι προβλέπεται, δεδομένου ότι δεν γίνονται σεβαστές ούτε οι εξαιρέσεις. Είναι επιτακτική ανάγκη η πολωνική κυβέρνηση να εγγυηθεί την ουσιαστική εφαρμογή του νόμου ώστε, σε κάθε περίπτωση, το σύστημα υγείας να δίνει προτεραιότητα στο συμφέρον της ασθενούς.

Έλενα Νταή
Τελειόφοιτη Νομικής Αθηνών



[1] http://www.federa.org.pl/reproductive-rights-and-health/abortion-law
[2] http://www.hfhr.pl/en/foundation-critical-on-draft-of-anti-abortion-law/
[3] http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-79812#{%22itemid%22:[%22001-79812%22]}
[4] http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-104911#{%22itemid%22:[%22001-104911%22]}
[5] http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-114098#{%22itemid%22:[%22001-114098%22]}

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *