Τις τελευταίες μέρες πολλά έχουν γραφτεί και έχουν
ειπωθεί ακόμα περισσότερα σχετικά με το «μεταναστευτικό ζήτημα», όπως
αποκαλείται. Στη συνέχεια του παρόντος άρθρου θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε
μερικές πτυχές του ζητήματος.
Εκκινώντας, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε τον
όρο «μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα» ως την αθρόα και παράνομη είσοδο
μεγάλου αριθμού μεταναστών στον ελλαδικό χώρο. Η πρώτη αθρόα είσοδος
μεταναστών, κυρίως οικονομικών μεταναστών, ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990 μετά
την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη (1989)
διαμέσου των βόρειων συνόρων της χώρας. Σε αυτό το κύμα οικονομικής
μετανάστευσης δεν άργησαν να προστεθούν μετανάστες από χώρες της Αφρικής και
της Ασίας, με αποτέλεσμα κατά τη δεκαετία 2000-2010 η Ελλάδα να αποτελεί πόλο
έλξης εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών όχι μόνο από τις πρώην σοσιαλιστικές
χώρες αλλά από ολόκληρο τον κόσμο και το 7% του συνόλου του πληθυσμού της να
αποτελείται από μετανάστες από χώρες εκτός της Ε.Ε.
Ευλόγως κάποιος θα αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν να
εισέρχονται μόνο στην Ελλάδα τόσοι μετανάστες εκτός Ε.Ε. και δεν εισέρχονται σε
άλλες χώρες της Μεσογείου όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Η απάντηση στο ανωτέρω
ερώτημα είναι ότι επιχειρείται περιορισμός της μετανάστευσης στις ανωτέρω
αναφερθείσες χώρες (Ιταλία, Ισπανία) μέσω συμφωνιών με γειτονικές χώρες εκτός
Ε.Ε. και ως εκ τούτου, η Ελλάδα παραμένει η «κύρια πύλη εισόδου της Ευρώπης για την
παράνομη μετανάστευση» και παρά την οικονομική κρίση δεν έχει σημειωθεί μείωση
στον αριθμό μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα.
Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να
αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργείται, υπογράφει τον Κανονισμό (ΕΚ)
αριθ. 2007/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 863/2007. Με
τον ανωτέρω Κανονισμό συστήνει τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη διαχείριση της
επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (FRONTEX)
για τη βελτίωση της ολοκληρωμένης διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο εν λόγω οργανισμός διευκολύνει την εφαρμογή των ισχυόντων
και μελλοντικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ, σχετικών με τη διαχείριση των συνόρων,
παρόλο που τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα του ελέγχου και της εποπτείας
των εξωτερικών συνόρων. Κάπου εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι με τον όρο «εξωτερικά
σύνορα» νοούνται τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα των κρατών μελών, τα αεροδρόμια
και οι λιμένες τους, στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του δικαίου της ΕΕ
σχετικά με τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων από πρόσωπα.
Πιο συγκεκριμένα, ο ευρωπαϊκός αυτός οργανισμός
είναι ένα ανεξάρτητο όργανο της ΕΕ με νομική προσωπικότητα που διοικείται και
εκπροσωπείται από τον εκτελεστικό διευθυντή. Ο εν λόγω εκτελεστικός διευθυντής,
ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έχει πενταετή θητεία και
διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού. Μεταξύ των κυρίων
καθηκόντων του οργανισμού περιλαμβάνεται ο συντονισμός της επιχειρησιακής
συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά στη διαχείριση των εξωτερικών
συνόρων τους, η εκπόνηση ενός προτύπου ολοκληρωμένης αξιολόγησης κινδύνων και η
προετοιμασία αναλύσεων επί γενικών και ειδικών κινδύνων.
Επιπλέον, έργο του είναι η παροχή συνδρομής στα
κράτη μέλη για την επαγγελματική κατάρτιση των εθνικών συνοριακών φρουρών και την
επαγγελματική κατάρτιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στους εκπαιδευτές των εθνικών
συνοριακών φρουρών, καθώς επίσης και η παρακολούθηση εξέλιξης της έρευνας στον
τομέα ελέγχου και εποπτείας των εξωτερικών συνόρων. Επιπροσθέτως, ο ευρωπαϊκός
αυτός οργανισμός συνδράμει τα κράτη μέλη σε περιπτώσεις που απαιτείται
ενισχυμένη τεχνική και επιχειρησιακή βοήθεια στα εξωτερικά τους σύνορα και
παρέχει την αναγκαία στήριξη για την οργάνωση κοινών επιχειρήσεων
επαναπατρισμού, καθώς επίσης αποστέλλει «ομάδες ταχείας επέμβασης στα σύνορα» (RABIT) στα κράτη μέλη σε καταστάσεις
επείγουσας και εξαιρετικής πίεσης, όπως είναι παραδείγματος χάριν η μαζική
εισροή παράνομων μεταναστών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δε σταμάτησε όμως στη δημιουργία
της Frontex.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης οδήγησε στη θέσπιση νόμων εντός της ΕΕ,
ειδικότερα μετά το 1991 οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή η Συνθήκη Σένγκεν (Schengen Treaty – 1985,Luxembourg), και απέκτησε ενιαία
σύνορα. Μεταξύ των σημαντικότερων συνθηκών μπορούμε να αναφέρουμε τη Συνθήκη
του Άμστερνταμ (Amsterdam
Treaty
–
1999,The
Netherlands)
για το άσυλο, τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, τα δικαιώματα υπηκόων τρίτων
χωρών και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, τη Συμφωνία του Τάμπερε (Tampere Convention –
1999, Finland)
για το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, τη δίκαιη μεταχείριση υπηκόων τρίτων
χωρών, το πλαίσιο της νόμιμης μετανάστευσης και τη λήψη μέτρων κατά της παράνομης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και το
Συμβούλιο των Βρυξελλών (2008) στο οποίο εγκρίθηκε το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση
και το Άσυλο, το οποίο αφορά την οργάνωση της νόμιμης μετανάστευσης βάσει των
δυνατοτήτων του κάθε κράτους μέλους (σε επίπεδο κοινωνικών δομών, αγοράς
εργασίας, στέγασης κ.α.), την ενθάρρυνση της ενσωμάτωσης, την καταπολέμηση της
παράνομης μετανάστευσης και την ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων. Έκτοτε, έλαβε
χώρα το Συμβούλιο των Βρυξελλών (2009) στο οποίο ψηφίστηκε το Πρόγραμμα της
Στοκχόλμης (2010-2014), σύμφωνα με το οποίο δημιουργείται μηχανισμός
αξιολόγησης συμφωνιών επανεισδοχής και προωθούνται συμφωνίες επανεισδοχής με
χώρες όπως το Αφγανιστάν ή το Ιράκ. Επιπλέον, στο ανωτέρω πρόγραμμα προβλέπεται
χρηματοδότηση σε τρίτες χώρες με σκοπό τη διαχείριση της παράνομης
μετανάστευσης και προωθείται ο διάλογος με τρίτες χώρες για αποφυγή των ανθρωπιστικών
τραγωδιών της παράνομης μετανάστευσης.
Όπως είναι φυσικό δε θα μπορούσε να λείπει από το
παρόν άρθρο και μια μικρή αναφορά στους Κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙ και Δουβλίνο
ΙΙΙ, για τους οποίους τόσα πολλά έχουν λεχθεί τις τελευταίες μέρες. Όταν
γίνεται λόγος, λοιπόν, για τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ γίνεται λόγος για τον Κανονισμό
(ΕΚ) αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2003 και
αφορά στα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους το
οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση του αιτήματος ασύλου, που έχει υποβληθεί
σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ θέτει την
αρχή ότι ένα κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου,
με στόχο την αποφυγή της αποστολής των αιτούντων άσυλο από τη μια χώρα στην
άλλη και την αποτροπή της κατάχρησης του συστήματος με την υποβολή περισσότερων
αιτήσεων ασύλου από ένα άτομο. Επιπλέον, στον κανονισμό ορίζονται αντικειμενικά
και ιεραρχημένα κριτήρια που προσδιορίζουν το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο
για κάθε αιτούντα άσυλο, μεταξύ των οποίων είναι η αρχή της ενότητας των
οικογενειών, η έκδοση αδειών παραμονής ή θεωρήσεων, η παράνομη είσοδος ή
διαμονή σε ένα κράτος μέλος, η νόμιμη είσοδος σε κράτος μέλος και η αίτηση στο
χώρο διεθνούς διέλευσης αερολιμένα. Βέβαια, ο κανονισμός θέτει και δύο
εξαιρέσεις, σύμφωνα με τις οποίες, εάν
δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο να
εξετάσει την αίτηση ασύλου τότε αυτή εξετάζεται από το πρώτο κράτος μέλος ,στο
οποίο υποβλήθηκε και, επιπλέον, κάθε κράτος μέλος μπορεί να διαπραγματευθεί μια
αίτηση ασύλου για την οποία δεν είναι υπεύθυνο ύστερα από αίτηση άλλου κράτους
μέλους και μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους και βάσει οικογενειακών ή
πολιτισμικών κριτηρίων, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των ενδιαφερομένων.
Εν συνεχεία, ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ή ορθότερα ο
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 604/2013 του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013
θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο
για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία υποβάλλεται από υπήκοο
τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι επαναλαμβάνει τις αρχές
που υπήρχαν και στον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην
προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων
που υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας από τα κράτη μέλη υποδοχής, καθώς και
στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και την ανταλλαγή πληροφοριών κατά το
στάδιο της εξέτασης των αιτήσεων. Μια διαφοροποίηση υπάρχει όσον αφορά στο
γεγονός ότι εισάγει το θεσμό της κράτησης των ενδιαφερομένων προσώπων όταν
υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τον αναγκαίο χρόνο
για τη συλλογή και εξέταση πληροφοριών που αφορούν το άτομο και την αίτησή του.
Πέραν του νομικού πλαισίου και επανερχόμενοι στην
πραγματικότητα που βιώνουμε τις τελευταίες μέρες, πολλοί είναι εκείνοι που αντιδρούν
με την απουσία κάποιων μέτρων για τη διαχείριση του νέου κύματος παράνομων
μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα μας. Ειδικότερα, κάτοικοι του κέντρου της
Αθήνας πολλές φορές κάνουν λόγο για «γκετοποίηση» των περιοχών που κατοικούν,
για φαινόμενα εγκληματικότητας και για μεγάλο αριθμό μεταναστών που ενίοτε
αποτελεί υγειονομικό κίνδυνο τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες όσο και για
τους κατοίκους των εν λόγω περιοχών. Είναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα,
πριν το νέο κύμα μεταναστών, υπήρχε μια ανάπτυξη στο κέντρο της Αθηνάς και
λιγότερα φαινόμενα εγκληματικότητας λόγω της λειτουργίας των κέντρων κράτησης
μεταναστών και του καλύτερου ελέγχου των βόρειων συνόρων μας στον Έβρο.
Ωστόσο, δεν πρέπει να φτάνουμε σε ακραίες απόψεις
και να φαντάζει ιδανική λύση για τους μετανάστες τα κέντρα κράτησης, στα οποία
υπήρχαν άθλιες συνθήκες διαβίωσης και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των
μεταναστών. Ναι μεν οι μετανάστες ήρθαν παρανόμως στη χώρα μας, αλλά δεν παύουν
να είναι άνθρωποι με δικαιώματα, που δεν πρέπει να θίγονται, προερχόμενοι από
πολύπαθες χώρες της Μέσης Ανατολής που συνήθως είναι θύματα οικονομικής
εκμετάλλευσης από τους δουλεμπόρους που τους υπόσχονται μια καλύτερη ζωή στην
Ευρώπη. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι πολιτικές
εξελίξεις στη Λιβύη και την Τυνήσια ήδη από το 2011 και οι ένοπλες συρράξεις
στο Ιράκ και στη Συρία, που διαρκούν μέχρι σήμερα, οδηγούν πολλούς από αυτούς
τους μετανάστες στη φυγή από την πατρίδα τους, καθιστώντας τους πρόσφυγες, και στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για
τους ίδιους και τις οικογένειές τους μακριά από την εμπόλεμες καταστάσεις.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να καταλήξουμε στο
συμπέρασμα ότι η ΕΕ έχει δημιουργήσει τη νομοθεσία και τους μηχανισμούς
εκείνους που θα συμβάλλουν στην διαχείριση του νέου κύματος μεταναστών, που
εισέρχεται στα κράτη μέλη της το τελευταίο διάστημα, όσο το δυνατόν πιο επωφελώς,
τόσο για τους ίδιους όσο και για την κοινωνική συνοχή και την εθνική ασφάλεια
των κρατών μελών. Χρειάζεται, ως εκ τούτου, ψυχραιμία και υπομονή μέχρι να
υπάρξουν τα κατάλληλα μέτρα και εξατομικευμένη εξέταση των μεταναστών για να
διακριθούν οι πρόσφυγες από τους παράνομους μετανάστες και να υπάρχει ανάλογη
αντιμετώπιση. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι υποστηρικτικά αφενός για τους
μετανάστες και τους πρόσφυγες για να δημιουργήσουν μια νέα ζωή, είτε στην
πατρίδα τους μετά το τέλος των συρράξεων είτε σε κάποιο κράτος μέλος που
διαθέτει τις αντίστοιχες υποδομές για να τους υποδεχτεί. Αφετέρου τα μέτρα, που
θα ληφθούν για τους μετανάστες, επί τη βάσει των αρχών των ευρωπαϊκών
κανονισμών για τη μετανάστευση καθώς και βάσει του δικαίου των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, δεν θα πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο τον κοινωνικό ιστό της χώρας
και την ασφάλειά της, ώστε να μην καταλήγουμε σε απόψεις για μη ανθρωπιστικές
λύσεις για τους μετανάστες. Αναμένουμε λοιπόν για περαιτέρω εξελίξεις.
Πετρούλα
Μανδηλαρά,
Ασκούμενη
Δικηγόρος ΔΣΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου