Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως εποπτική αρχή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Ο ρόλος που μπορεί να παίζει στην χρηματοδότηση των Τραπεζών από τον ELA.

Leave a Comment
Η Ιφιγένεια Παπαγιαννακοπούλου, Δικηγόρος Αθηνών, με άρθρο της στο Βήμα Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων, σχολιάζει την θέση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως εποπτικής αρχής στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς και τον ρόλο που δύναται να διαδραματίζει στην χρηματοδότηση των Τραπεζών από τον ELA.





 

 Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως εποπτική αρχή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Ο ρόλος που μπορεί να παίζει στην χρηματοδότηση των Τραπεζών από τον ELA


Η ακαδημαϊκή συζήτηση για την δημιουργία μιας υπερεθνικής εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ξεκίνησε  το 2009 ως αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2009). Η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέθεσε την αναζήτηση των αιτιών της κρίσης σε μια ομάδα ειδικών με προεδρεύοντα τον Jacques de  Larosière, γνωστή ως ‘’high level group on financial supervision in the EU’’. Η έκθεση De Larosière, εκτός της ανάλυσης των αιτιών της κρίσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό αλλά ούτε και εφικτό να συσταθεί μια υπερεθνική ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, τονίζοντας ότι η μικρο-προληπτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα έπρεπε να παραμείνει στις εθνικές εποπτικές αρχές και όχι να ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Όμως το 2010,  όταν ξεκίνησε η δημοσιονομική κρίση, επιτάθηκε η ανάγκη δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, θεμέλιος λίθος της οποίας, μεταξύ άλλων, θα είναι ένας ενιαίος μηχανισμός που θα ασκεί μικρο-προληπτική εποπτεία απευθείας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών μελών. Αποτέλεσμα της δημοσιονομικής αυτής κρίσης, είναι η European Banking Union (EBU), η δημιουργία της οποίας ξεκίνησε στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης στις 29 Ιουνίου του 2012 εν μέσω της κρίσης με σκοπό, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πρώτη κιόλας παράγραφο της έκθεσής της,« την επιβεβαίωση της επιτακτικής ανάγκης να σπάσει ο  φαύλος κύκλος μεταξύ Τραπεζών και δημοσίου χρέους» («We affirm that it is imperative to break the vicious circle between banks and sovereigns»). Η EBU για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προχώρησε στην δημιουργία ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, γνωστού και ως  Single Supervisory Mechanism (SSM), ενός μηχανισμού δηλαδή τον οποίο λίγα χρόνια πριν η έκθεση De Larosière απέκλειε, ως μη χρειαζούμενο!
Έτσι, με τον κανονισμό 1024/13 του Συμβουλίου της ΕΕ δημιουργείται ο SSM με τον οποίο ανατίθεται η μικρο-προληπτική εποπτεία των σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην ΕΚΤ και παύουν πλέον να είναι αρμόδιες για αυτά οι εθνικές εποπτικές αρχές (για την Ελλάδα η ΤτΕ). Πλέον από τις 4 Νοεμβρίου του 2014 η ΕΚΤ είναι η βασική εποπτική αρχή των συστημικά σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των κρατών μελών της ΕΕ και συγκεκριμένα  έχει αφενός την άμεση  (απευθείας) εποπτεία των 120 μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από 82% των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα και αφετέρου την έμμεση εποπτεία 3.500 μικρότερων πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι τρεις κύριοι στόχοι του μηχανισμού αυτού αφορούν: α) τη διατήρηση της ασφάλειας και ευρωστίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, β) την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης και σταθερότητας, και γ) τη διασφάλιση συνεπούς εποπτείας της ΕΚΤ στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ δημοσίευσε έναν οδηγό για την προσέγγιση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού στην τραπεζική εποπτεία. Ο οδηγός αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την εφαρμογή του SSM, του νέου συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας, το οποίο περιλαμβάνει δύο πυλώνες: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) των χωρών της ζώνης του ευρώ. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα υπό την εποπτεία του SSM υπόκεινται στην ίδια εποπτική πρακτική. Ο οδηγός εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο SSM και παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τις εποπτικές πρακτικές. 
Να τονισθεί στο σημείο αυτό, ότι η ΕΚΤ ασκεί την απευθείας εποπτεία των σημαντικών τραπεζών σε κάθε κράτος μέλος και συγκεκριμένα σε ότι αφορά την Ελλάδα, των τεσσάρων συστημικών Τραπεζών: ALPHA BANKEUROBANK, ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Η εποπτεία των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν χαρακτηρισθεί ως λιγότερο σημαντικές ανήκει ακόμη στις εθνικές εποπτικές αρχές, ήτοι για την Ελλάδα στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες φυσικά και θα πρέπει να βρίσκονται σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ (η οποία θα έχει την έμμεση εποπτεία) και να της παρέχουν πλήρη, έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση.  Η δημιουργία του SSM είναι ένα από τα ουσιώδη βήματα για την δημιουργίας της EBU, την τελειοποίηση της οποίας ολοκληρώνει η σύσταση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (Single Resolution Mechanism), του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (Single Resolution Fund) και του συστήματος εγγύησης καταθέσεων (Single Deposit Guarantee Scheme).
Η ΕΚΤ, όπως ορίζεται από τη ΣΛΕΕ και από το Καταστατικό της είναι μια ανεξάρτητη αρχή, πράγμα το οποίο επαναβεβαιώνεται από τον Κανονισμό 1024/13, που σημαίνει ότι πλέον, εφόσον εκείνη δρα ως βασικός επόπτης, θα  μειωθούν οι κυβερνητικές επιρροές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των κρατών μελών (βλ. Βερολίνο που εμπόδιζε την πρόοδο στο θέμα της τραπεζικής ένωσης με σκοπό να προστατεύσει το «ιδιαίτερο» χρηματοπιστωτικό σύστημα της Γερμανίας με τις περίπου δύο χιλιάδες τοπικές τράπεζες, οι οποίες «διαπλέκονται έντονα... με τοπικούς πολιτικούς») και θα ενισχυθεί έτσι η υπευθυνότητα όχι μόνο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και στα εθνικά κοινοβούλια. 
Η ΕΚΤ επίσης, έχει και την δυνατότητα λόγω του νέου ρόλου της ως ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, να κρίνει εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται ή όχι φερέγγυο. Τι μπορεί πρακτικά να σημαίνει αυτό; Οι περισσότεροι έχουν ακουστά τον  μηχανισμό Emergency Liquidity Assistance, γνωστός και με το ακρωνύμιο ELA, ο οποίος είναι προσωρινός με διάρκεια ανανέωσης έως έξι μήνες και χορηγείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς αυτός να εντάσσεται στο πλαίσιο της άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες παρέχουν στην ΕΚΤ λεπτομερή στοιχεία για κάθε πράξη έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα, το αργότερο εντός δύο εργάσιμων ημερών από την εκτέλεση της εν λόγω πράξης. Ωστόσο, παρόλο που ο ELA χορηγείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, το ΔΣ της ΕΚΤ έχει την εξουσία να απαγορεύσει την χορήγηση αυτή, αν παρατηρήσει ότι υπάρχει κάποια σύγκρουση συμφερόντων με την ΕΚΤ, ήτοι να αποφανθεί ότι παρακωλύονται οι στόχοι και τα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος ή να θεωρήσει μια σημαντική-συστημική τράπεζα ως αφερέγγυα. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, πως εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ η διαπίστωση της αφερεγγυότητας μιας Τράπεζας στα πλαίσια του ρόλου της ως βασικού επόπτη, πράγμα που σημαίνει αυτομάτως την διακοπή του ELA. Ένα παράδειγμα όπου θα μπορούσε η ΕΚΤ να χαρακτηρίσει ως αφερέγγυα μια Τράπεζα, θα ήταν εκείνο της αγοράς των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ). Το άρθρο 124 της ΣΛΕΕ αναφέρει λοιπόν πως «απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας». Καθ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ αποτρέπει το «φόρτωμα» στις Τράπεζες με ΟΕΔ και ουσιαστικά τις προτρέπει να μην τα αγοράζουν  καθώς ενέχουν κίνδυνο, τον οποίο πρόκειται  να επωμιστούν και αυτές με αποτέλεσμα να καταστούν αφερέγγυες και να διακοπεί ο ELA.
Παρατηρούμε, λοιπόν, την σημαντική θεσμική τομή που διαμορφώθηκε στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με την ΕΚΤ να αναλαμβάνει χρέη επόπτη. Η εποπτική αυτή αρμοδιότητα ορθώς ανατέθηκε στην ευρωπαϊκή νομισματική αρχή, ήτοι την ΕΚΤ, η οποία όπως διαπιστώθηκε, είχε θετική συμβολή στη θωράκιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος κατά την διάρκεια τόσο της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2009), όσο και της αμέσως επόμενης δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρώπη, παρόλο που δεν ήταν ακόμη τραπεζική εποπτική αρχή. Πρέπει, έτσι να τονισθεί η σπουδαιότητα της ύπαρξης της ΕΚΤ ως υπερεθνικής αρχής στην ευρωζώνη που είναι αρμόδια για την μικρο-προληπτική εποπτεία των μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων, καθώς έτσι  συμβάλλει θετικά στην διασφάλιση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και στην περαιτέρω ολοκλήρωση του ενιαίου ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού χώρου, με απώτερο στόχο αφενός να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφετέρου το χρηματοπιστωτικό σύστημα να βοηθήσει περισσότερο με δανειακά κεφάλαια το υγιές τμήμα του πραγματικού τομέα της ευρωπαϊκής οικονομίας που χρήζει στήριξης για την περαιτέρω ανάπτυξή του.

  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *